Γράφει ο Σπύρος Μακρής
«Η Φάρος είναι ένα μακρόστενο νησί, πάρα πολύ κοντά στην ξηρά και σχηματίζει μ αυτήν λιμάνι με δύο στόμια» στον βορειοδυτικό βραχίονα του Αιγυπτιακού Δέλτα, μας λεει ο Στράβων.
Η ονομασία του νησιού, Φάρος, είναι πιθανόν να χάρισε στους Φαραώ, το όνομά τους. Στο νησί αυτό, κατά την μυθολογία, κατοικούσε ο Πρωτέας. Η πρώτη λιμενική εγκατάσταση εκεί διαμορφώθηκε από τον Τούθμωση Γ΄ γύρω στο 1460 π.Χ. για να εξυπηρετήσει το εμπόριο με την Κρήτη. Αργότερα στα χρόνια του Πτολεμαίου του Φιλάδελφου κτίσθηκε λίθινη γέφυρα, το Επταστάδιον, που ονομάστηκε έτσι επειδή το μήκος της ήταν επτά στάδια (1300 μ. περίπου) και ένωνε το νησί με την παραλία της Αλεξάνδρειας.
«…στο άκρο του νησιού» συνεχίζει ο Στράβων «υπάρχει ένας βράχος, που περιβρέχεται από την θάλασσα. Πάνω στο βράχο βρίσκεται ένας πύργος πολυώροφος χτισμένος θαυμαστά από άσπρο μάρμαρο που φέρει το ίδιο όνομα με το νησί.» Ο πύργος αυτός, έφερε σε κάποιο διαμέρισμά του πυρ και φτιάχτηκε για την σωτηρία των πλοίων κυρίως κατά την νυχτερινή πλοήγησή τους. Από τότε η λέξη «φάρος» δηλώνει κάθε θαλάσσιο ευκρινή πυρσοφόρο πύργο που τα βράδια φωτίζει, οδηγεί και κυρίως προειδοποιεί τους ναύτες και τα καράβια τους να μην πέσουν σε κακοτοπιές, όπως ξέρες ή αβαθή νερά, όπως με περιγράφει ο Στράβων την νήσο Φάρο, ή σε υφάλους, σε ύπουλους σκοπέλους κλπ.
Η κατασκευή του πολυώροφου κτιρίου, του φάρου, πιθανότατα άρχισε το 297 π.Χ. στα χρόνια του Πτολεμαίου Ά του Σωτήρος (305-282 π.Χ.), ή το 283/2 π.Χ σύμφωνα με τον μεταγενέστερο χρονικογράφο Ευσέβιο, επίσκοπο της Καισαρείας, και τελείωσε στα χρόνια του Πτολεμαίου Β΄, του Φιλάδελφου (284-246 π.Χ.).
Αρχαίοι συγγραφείς, όπως οι Στράβων, Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, Ποσείδιππος και Λουκιανός από τα Σαμόσατα (115-180 μ.Χ.) μας πληροφορούν ότι η κατασκευή του φάρου ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα και μηχανικό, ισάξιο του Αρχιμήδους, τον Σώστρατο του Δεξιφάνους από την Κνίδο (πόλη της Καρίας και έδρα της δωρικής Εξάπολης), ο οποίος ήταν και φίλος των βασιλέων Πτολεμαίου Α και Β. Στον Σώστρατο αποδίδονται οι στοές του ναού της Αφροδίτης στην Κνίδο, το «κρεμαστό περιπατητήριον», καθώς και η υποταγή της Μέμφιδος χωρίς πολιορκία, αλλά με απλή εκτροπή των υδάτων του Νείλου!
Σύμφωνα με τον Λουκιανό, ο Σώστρατος, αφού οικοδόμησε το κτίριο, έγραψε το όνομά του επ’ αυτού, καθώς καιτο όνομα του βασιλεύοντος.
Ο Σώστρατος που αναφέρουν, ενδεχομένως να ταυτίζεται με έναν πρέσβη του Πτολεμαίου Β΄, του Φιλάδελφου, στη Δήλο. Ωστόσο δεν υπάρχει κάποια σχετική ένδειξη.
Σύμφωνα με τους προηγούμενους αρχαίους συγγραφείς, έναν Άραβα ταξιδιώτη τον Ανταλούσι ο οποίος επισκέφτηκε το νησί κατά το 1166 μ.Χ., αλλά και διάφορες απεικονίσεις του Φάρου πάνω σε αυτοκρατορικά νομίσματα, κύπελλα, μωσαϊκά κλπ καταλήγουμε ότι το κτίσμα ήταν τετράγωνο, με περίπου 8,5 μέτρα η κάθε πλευρά. Το ύψος της βάσης φτάνει στα 6,5 μέτρα. Το ύψος του πρώτου πατώματος από το έδαφος ήταν περίπου εξήντα μέτρα (ή 57,73 μ. σύμφωνα με τον άραβα). Τρίτωνες ή και άλλα θαλάσσιοι θεοί, που φυσούσαν σάλπιγγες ή θαλάσσια κοχύλια διακοσμούσαν τις γωνίες της κορυφής του πρώτου πατώματος. Ο δεύτερος όροφος ήταν οκταγωνικός με μήκος κάθε πλευράς 18,30 μ. και ύψος περίπου 30 μ (ή 27,45 μ.) Ο τρίτος όροφος ήταν κυλινδρικός με διάμετρο, σύμφωνα με τον άραβα 75,20 μ. και ύψος 7.32 μ. Στην κορυφή υπήρχε ορθό άγαλμα του Διος Σωτήρος περίπου 5 μέτρων, ο οποίος κράδαινε κεραυνό στο αριστερό του χέρι και σκήπτρο ή τρίαινα στο δεξί. Σ΄ αυτόν ήταν αφιερωμένος ο Φάρος. Τον Δία αντικατέστησε, αργότερα, ένα τζαμί. Σύμφωνα με κάποια νομίσματα, στην κορυφή εμφανίζεται ο Ποσειδώνας ο οποίος με το αριστερό του χέρι κρατούσε τρίαινα, ενώ με το δεξί του έδειχνε το πέλαγος.
Ο πύργος ξεπερνούσε τα 100 μέτρα. Πλησίαζε τα 120 μ. περίπου. Ο τοίχος είχε πάχος μεταξύ 1,5 και 2μ. και πρέπει να διακρίνονταν καθαρά η πλινθοδομή του. Κάθε όροφος ξεχώριζε με ένα στηθαίο διαφορετικού μήκους και ύψους. Υπήρχαν περίπου 68 δωμάτια, το ένα εκ των οποίων μάλλον οδηγούσε υπόγεια στην θάλασσα. Όλα τα διαμερίσματα είχαν τουλάχιστον από ένα ορθογώνιο (ή κυκλικό κατά άλλους) παράθυρο. Η είσοδος του πύργου λέγεται ότιβρισκόταν χαμηλά στη βάση Υπάρχει όμως και η εκδοχή, που θεωρείται ακριβέστερη,η θύρα να βρισκόταν ψηλότερα. στην κορυφή μιας κλίμακας η οποία στηριζόταν πάνω σε μια σειρά από 16 καμπύλες αψίδες.
Το καθοδηγητικό φως του Φάρου πρέπει να έβγαινε από το τελευταίο επίπεδο (κυλινδρικό) ή τον τελευταίο όροφο του κτιρίου. Ωστόσο οι περισσότερες αρχαίες μαρτυρίες φαίνεται να συμφωνούν ότι η φωτιά που έκαιγε βρισκόταν στην βάση του πύργου. Την φωτιά αυτή, ως το πιο εύλογα ικανό, υπαρκτό και πρακτικό υλικό, για την εποχή, που πρέπει να την συντηρούσε, ανάμεσα σεάλλες σύγχρονες υποθέσεις πρέπει να θεωρηθεί η αποξηραμένη ζωική κοπριά, η οποία καιγόταν στην βάση και με καθρέπτες ανακλώνταν ως την κορυφή του κτίσματος. Το φως του Φάρου, σύμφωνα με τον Ιώσηπο στο Περί του Ιουδαϊκού Πολέμου, γινόταν ορατό σε απόσταση 300 στάδια, δηλαδή περίπου 55 χιλιόμετρα, ή και το ξεπερνούσε κατά το δεκαπλάσιο, σύμφωνα με τον Λουκιανό. Ο Πλίνιος μας λεει ότι η όλη κατασκευή στοίχισε 800 τάλαντα.
Στην ίδια περίπου θέση, σύμφωνα με επιστολή του Ηφαιστίωνος προς τον διοικητή της πόλης Κλεομένη, φαίνεται να προϋπήρχε φανοφόρος πύργος πολύ μικρότερων διαστάσεων ήδη από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου.
Κοντά στον Φάρο υπήρχε ιερό της Φαρίας Ίσιδος ή Ειδοθέης, η οποία έβοσκε στην ελευσίνια ακτή τα ποίμνια των Τριτώνων. Το ιερό μετατράπηκε σε εκκλησία του Ραφαήλ, η οποία διασώθηκε μέχρι τον 15 αιώνα.
Σύμφωνα με τον Ευστάθιο τον υπομνηματιστή του Διονυσίου, στην Φάρο υπήρχε ακόμα εκτός από τον Φάρο και ένας Αντίφαρος, η θέση του οποίου μας είναι άγνωστη, καθώς και οι τάφοι του Οσίριδος και της Ειδοθέης της Πρωτέως.
Ο χρόνος στάθηκε αμείλικτος σε αυτό το θαύμα. Το ανώτερο και μεσαίο τμήμα του είχαν καταστραφεί μέχρι το 90 μ.Χ. Στα 500 μ.Χ. περίπου και επί αυτοκράτορα Αναστασίου η προκυμαία και τα θεμέλια σταδιακά είχαν καταστραφεί από την θάλασσα γι αυτό ανέθεσε στον αρχιτέκτονα Αμμώνιο την επισκευή τους, την οποία και εκτέλεσε με το παραπάνω.
Περί το 874 μ.Χ. ο Αχμέτ έμπν Τουλούν, προέβη και αυτός στην επισκευή της κορυφής, επισκευή η οποία μάλλον ήταν και η τελευταία που δέχτηκε ο πυρσοφόρος Πύργος. Με τον καιρό, η Αλεξάνδρεια έχασε την εμπορική αίγλη της και το λιμάνι εγκαταλείφθηκε. Μαζί τους και ο Φάρος.
Σιγά-σιγά άρχισε να καταρρέει από τις καιρικές συνθήκες αλλά και να κατεδαφίζεται επίτηδες, προκειμένου το υλικό κατασκευής του να αποτελέσει δομικό υλικό άλλων οικοδομών, κυρίως οχυρωματικών. Το τελικό χτύπημα δεν το έδωσαν τόσο οι σεισμοί του 956 και 1324 μ.Χ., όσο ο Εμίρης της Αιγύπτου, Καήτ Βέης, κατά τον 15 αιώνα, ο οποίος κατεδάφισε τελείως τον φάρο και στην θέση του, με τα ίδια του τα υλικά, έκτισε ένα ισλαμικό φρούριο με ναυτικό φάρο συγχρόνως. Το φρούριο σώζεται ακόμη και η περιοχή είναι στρατιωτική και δυσπρόσιτη.
diadrastika / Image by Willgard Krause from Pixabay