Γράφει ο Σπύρος Μακρής
Παλιά, οι Ινδιάνοι μπορούσαν να μετακινούνται ανεβαίνοντας σε “χρυσά πιάτα” που είχαν διαφορετικό μέγεθος και διαφορετικό ήχο αφού αντηχούσαν σε κάθε χτύπημα σαν καμπάνες.
Τα θρυλικά αυτά πιάτα (που θυμίζουν τα Ιπτάμενα Χαλιά που είχαν οι Ανατολίτες) ήταν φτιαγμένα από το αγνό εκείνο χρυσάφι των Ίνκας, ένα χρυσάφι κατεργασμένο με πυκνότητα μικρότερη από την κανονική. Χάρη στη μάζα και στη βαρύτητα, έμεναν φυσιολογικά πάνω στο έδαφος, αλλά αν τα χτυπούσε κανείς – όπως λέει η παράδοση – κατά τρόπο που ν’ αρχίσουν να δονούνται με έναν ορισμένο τόνο, ανυψώνονταν και πετούσαν μαζί με το φορτίο τους όση ώρα κρατούσαν οι παλμικές δονήσεις του μετάλλου.
Αυτά τα ιπτάμενα πιάτα φτιάχνονταν σε διαφορετικά μεγέθη ανάλογα με το βάρος που θα έπρεπε να μεταφέρουν και είναι πιθανό πως ο υπολογισμός της επιφάνειας και του ήχου τους προσδιοριζόταν με τον ίδιο τρόπο που προσδιορίζεται το βάρος, το πάχος και οι διαστάσεις που απαιτούν οι διαφορετικές καμπάνες.
Μπορούμε να φανταστούμε πως οι ανώτεροι εκείνοι πρόγονοι τοποθετούσαν πάνω στα “χρυσά πιάτα” τους μπαταρίες με “αιθερικό φορτίο”, που οι απόγονοί τους, οι Ίνκας, ξέχασαν εντελώς και διατήρησαν μόνο τη συναρπαστική ανάμνηση του θρύλου.
Σύμφωνα με τους πνευματιστές, “το αιθερικό φορτίο καταστρέφει την επιρροή της βαρύτητας” και ίσως μ’ αυτό θα έπρεπε να καταλάβουμε πως οι αρχαίοι ήξεραν να συλλαμβάνουν κοσμικές δυνάμεις υπαρκτές αλλά και ανυπολόγιστες για τα δικά μας δεδομένα. Ένας θρύλος λέει πως τα ιπτάμενα χρυσά πιάτα έπρεπε να “χτυπιούνται” συνεχώς όσο ταξίδευαν για να διατηρούνται οι παλμικές δονήσεις που εξασφάλιζαν την πτήση.
Τα χρυσά πιάτα του Περού έχουν σίγουρα κάποια στενή σχέση με την μεταφορά των τεράστιων ογκόλιθων του Μπάαλμπεκ και των Πυραμίδων, με την αιώρηση των μυημένων ιερέων των Θηβών και της Μέμφιδας και με την υπερηχητική επιστήμη που παρουσιάζεται στα περισσότερα αιγυπτιακά μυστήρια.
*Από το βιβλίο “Η Άγνωστη Ιστορία Των Ανθρώπων” του Robert Charroux, εκδόσεις Ωρόρα
diadrastika / Image by OpenClipart-Vectors from Pixabay