θεα Αθηνά
Image by Procy from depositphotos

Η ΑΘΗΝΑ ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΗΣ ΑΓΝΟΙΑΣ by Bartholomeus Spranger C. 1591 (Στον πινακα φαίνονται και οι Μουσες)


ΡΑΨ. Α

Η ΑΘΗΝΑ , ήρθε ουρανόθεν , την ώρα που ο Αχιλλέας ύστερα από τον καυγά του με τον Αγαμέμνωνα που του πήρε την Βρησιίδα, τράβηξε από την θήκη μέγα ξίφος για να σκοτώσει τον Ατρείδη. Η θεά όμως που την προέπεμψε η Ηρα, που αμφότερους πολύ αγαπούσε και φρόντιζε, εστάθη όπισθεν και την ξανθιά κόμη έπιασε του Πηλείωνα μόνο σε εκείνο φαινόμενη και για τους άλλους αόρατη. ΣΤΙΧ. 193-222

ΑΘΗΝΑ ΣΥΓΚΡΑΤΕΙ ΤΟΝ ΘΥΜΩΜΕΝΟ ΑΧΙΛΛΕΑ ΠΟΥ ΕΠΙΤΙΘΕΤΑΙ ΣΤΟΝ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝΑ GIOVANNI BATTISTA TIEPOLO Villa Valmarana, Vicenza, Italy

ΡΑΨ. Ε
Η Αθηνά βοηθά τον Τυδείδη Διομήδη και του δίνει μένος και θάρρος ,ώστε κατάδηλος μεταξύ πάντων να γίνει και να πάρει κλέος εσθλόν. Και βγάζει από την μάχη τον Αρη και τον αφήνει στις όχθες του ποταμού Σκαμάνδρου. ΣΤΙΧ.1-8
Ο Διομήδης σκοτώνει τον Φηγέα έναν από τους γιούς του Δάρη, Ιερέα του Ηφαιστου, ο οποίος επεμβαίνει και σώζει τον άλλο γιό του τον Ιδαίο, αφού τον κάλυψε με νύκτα. ΣΤΙΧ. 9-37


Ο Διομήδης επικαλείται πάλι την Αθηνά και η θεά τον άκουσε, γόνατα του έθηκεν ελαφρά, πόδια και χέρια επάνω, κοντά δε ιστάμενη έπη φτερωτά είπε.
«Με θάρρος τώρα , Διομήδη…… γιατί στα στήθη σου μένος πατρικό έφερα ατρόμητο, που είχεν ο πάλλων τρην ασπίδα ιππότης Τυδεύς. Την αχλύν από τους οφθαλμούς σου πήρα καλά να ξεχωρίζεις τον θεό από τον άνδρα.» ΣΤΙΧ.115-132

Η ΑΘΗΝΑ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙ ΤΟΝ ΔΙΟΜΗΔΗ ISSAC TAYLOR

Ο Τληπόλεμος (αυτός που αντέχει τον πόλεμο) σκοτώνεται ενώ τραυματίζει τον Σαρπηδόνα, αλλά οι θεικοί εταίροι να σώζουν, και η Αθηνά τρέπει την γνώμη του Οδυσσέα που μάνιασε το φίλον ήτορ (φιλοκάρδι του) και ήθελε να σκοτώσει τον Σαρπηδόνα και κατά το πλήθος των Λυκίων ορμά, όπου πλείονες εξ ΄αυτών απεκτείνει. ΣΤΙΧ.627-680


Η Ήρα ενόησε τον Εκτορα με τον Αρη που εξωλόθρευαν τους Αργείους και προείπε στην Ατρυτώνη Αθηνά να ξαναθυμηθούν την θούριαν αλκή τους και να μην αφήσουν τον Αρη να μαίνεται. Τους χρυσοστέφανους ετοίμασεν ίππους ενώ η Ηβη στα οχήματα έβαλε καμπύλους τροχούς χάλκινους οκτάκτινους και υπο τον ζυγόν ήγαγεν η Ηρα τους ταχύποδες ίππους, επιθυμώντας έριδα και αλαλαγμόν. ΣΤΙΧ.711-732


Οι πύλες μυκήθηκαν τ΄ουρανού, που τις έχουν οι Ωρες γιατί σε αυτές έχουν ανατεθεί τον μέγαν Ουρανό και τον Ολυμπο ν΄ανοίγουν με πυκνό νέφος να κλείνουν. Στην ακρότατη κορυφή έυρον καθήμενο τον Κρονίωνα που της προσείπεν « Εμπρός , συνάγειρε και σπρώξε πάνω στον Αρη την λαφυραγωγόν Αθηνά που συνηθίζει κακές οδύνες να του δίνει.» ΣΤΙΧ.748-765.

Η ΜΑΧΗ ΜΕΤΑΞΥ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΑΡΗ Joseph-Benoît Suvée Musee des Beaux-Arts, Lille, France


Η Αθηνά αφού άφησε πέπλο να χυθή τον απαλό του πατρός το κατώφλι, το ποικιλοστόλιστο που αυτή εποίησε κι απέκαμε με τα χέρια της, χιτώνα ενδυθείσα του νεφεληγερέτου Διός με όπλα για τον πόλεμο θωρακίστηκε τον δακρυόεντα. Γύρω στους ώμους έβαλεν αιγίδα με θύσανο δεινή, που από παντού ο φόβος στεφανώνει κι εντός η Ερις και η Αλκή και η κρύα Ιωκή και της Γοργούς η κεφαλή δεινή πελώρια φοβερή, Διός σημάδι του αιγιδοφόρου.


Στο κεφάλι περικεφαλαία με λοφίο γύρω έθεκεν τετράφαλη χρυσή, στο φλογερόν όχημα με τα πόδια ανέβηκε και έλαβεν δόρυ βαρύ μέγα στιβαρό, με το οποίο δαμάζει στίχες ανδρών ηρώων, όσους την κόρη του οβριμοπάτρη έχουν θυμώσει.
ΡΑΨ. Ζ


Εδώ, οι θεοί απομακρύνθηκαν από την μάχη , οι Ελληνες σκοτώνουν πολλούς Τρώες και ο Εκτωρ ακολουθώντας την συμβουλή του Ελενου παρακινεί την μητέρα του Εκάβη να προσευχηθούν και να θυσιάσουν στην Αθηνα για να την εξευμενίσουν.
ΡΑΨ. Η

Μόλις η θεά γλαυκώπις Αθηνά, Αργείους ενόησεν να σκοτώνουν στην κρατερή μάχη κατέβηκε από του Ολύμπου τις κορυφές πηδώντας στο Ιλιον το ιερό. Σ΄αυτήν ενάντιος ορθώθηκε ο Απόλλων από την Πέργαμο κάτω ιδών, και στους Τρώες βούλετο νίκην, και συναντήθηκαν κοντά στην βαλανιδιά.ΣΤΙΧ.17-22
Ηρθε και ο άναξ Απόλλων του Διός γιός και της προσείπε να παύσουν τον πόλεμο για εκείνη την μέρα και συνεχίζουν μετά μέχρι το τέρμα του Ιλίου να εύρουν, αφού «…έτσι αποφασίσατε εσείς οι δύο αθάνατες, να εκπορθηθή τούτο το άστυ.»!!!.
Συμφώνησαν δε να ορθώσουν κρατερό μένος στον Εκτορα και να προκαλέση μόνος του σε μονομαχία ένα από τους Αχαιούς για να πολεμήσουν.


ΡΑΨ. Θ
Ηώς μεν κροκόπεπλος εκίδνατο πάσαν επ΄αίαν, και ο Ζεύς ο τερπικέραυνος συνέλευσιν θεών ποιήσατο στην ακρότατη κορυφή του πολυκορύφου Ολύμπου. Αυτός αγόρευε και οι θεοί υπάκουαν. Και απαγορεύει σε όλους θεούς και θέαιναι , αψηφώντας το έπος του να έρθουν αρωγοί σε Τρώες ή σε Αχαιούς. Πάντες εσίγησαν κι εσιώπησαν εκτός από την Αθηνά που ζήτησε την άδεια μια συμβουλή να δώσουν στους Αργείους για να μην απωλεσθούν όλοι. Και προς αυτήν μειδιώντας είπεν ο Ζεύς. «Θάρρεψε, Τριτογένεια, φίλο τέκνο με καρδιά ανυποχώρητη δεν μιλώ και θέλω ήπιο να σου είμαι.» και όχημα έζεψε και στην Ιδη έφθασε , όπου τέμενός του και βωμός με θυμιάματα υπήρχε, και αφού ομίχλην περιέχυσεν στην κορυφή κάθισε για το κύδος χαίρων εισορώντας των Τρώων την πόλιν και τις νήες των Αχαιών.


Χολώθηκε ο Ζεύς όταν τις είδε και την Ιρις παρώτρυνε αγγελία να πάη.
«Σήκω πήγαινε, Ιρις ταχεία, πίσω να τρασπούν μη αφήνοντας ενάντιά μου να έρχονται, γιατί σε καλό δεν θα τις βγή αν πολεμήσουμε…… και τα έλκη δεν θα γιατρευτούν αν τις εγγίση κεραυνός. Για να δή η γλαυκώπις όταν με τον πατέρα μάχεται. Με την Ηρα δεν θυμώνω τόσο ούτε χολώνομαι γιατί παντα συνηθίσει να με ανακόπτη ότι κι αν είπω.» ΣΤΙΧ.397-424


Και γύρισαν πίσω και έλυσαν οι ωρες τους καλλίτριχας ίππους και ο ένδοξος κοσμοσείστη στην βάσι του το άρμα βάζει και απλώνει πάνω του το σκέπασμα. Μόνες χωριστά από τον Δία κάθησαν η Αθηνά και η Ηρα που τίποτε δεν τον ρώτησαν, όμως εκείνος γνωρίζοντας τι έχουν στις φρένες τους φώνησε. « Γιατί έτσι τεθλιμμένες…….»


Και η Αθηνά σιωπούσε κι ούτε κάτι είπε σκυζομένη με τον πατέρα Δία χόλος άγριος την έπιασε, ενώ στης Ηρας το στήθος ο χόλος δεν χωρούσε.


Ο Δίας της αποκαλύπτει να σχέδια του, ότι πολύς στρατός αιχμομάχων των Αργείων θα σκοτωθεί γιατί την μάχη ο Εκτορας δεν θα σταματήσει μέχρι τον θάνατο του Πάτροκλου, γιατί έτσι θέσφατον είναι. ΣΤΙΧ.425-483


ΡΑΨ. Κ
Η θεά Αθηνά εγγύθεν ισταμένη στον Διομήδη, ο οποίος συλλογιζόταν στις φρένες του τι να κάνει αν θα πάρει τα όπλα και θα γυρίσει πίσω στις νήες ή την ζωή και άλλων Θρακών να πάρει, του είπε. «Τον νόστο θυμήσου, τουτ μεγαθύμου Τυδέως γιέ, στις κοίλες νήες, μήπως κυνηγημένος φύγης και μήπως του Τρώες εγείρη άλλος θεός.»


Και μόλις είδε ο αργυρότοξος Απόλλων την Αθηνα μετα του του Τυδέως τον γιο να έπεται, με εκείνη κακιωμένος στων Τρώων κατεδύθη τον πολύν όμιλο και όρθωσε του Ρήσου ανεψιόν εσθλόν, τον βουληφόρο Ιπποκόωντα. ΣΤΙΧ. 505-525


ΡΑΨ. Ρ
Πίσω στον Πάτροκλο απλώθηκε πάλι κρατερή μάχη φοβερή πολυδάκρυτη , και διέγειρε την μάχην η Αθηνά ουρανόθεν καταβάσα, γιατί την έπεμψεν ο ευρύοπας Ζεύς να ορθώση τους Δαναούς, γιατί ο νούς του μετεστράφη.


ΡΑΨ Σ

Ωρθώθηκε ο Αχιλλεύς ο προσφιλής του Διός και γύρω η Αθηνά στους δυνατούς του ώμους έβαλεν αιγία θυσανωτή και γύρω την κεφαλή του με νέφος έστεφεν η έξοχη θεά χρυσό, και εξ΄αυτού έκαιγε φλόγα παμφανόωσαν (ολόλαμπρη), και από την κεφαλή του το σέλας στον αιθέρα έφθανε. Στάθηκε στην τάφρον χωρίς με τους Αχαιούς να αναμιχθή ακολουθώντας την συμβουλή της μητρός του και εκεί κραύγασε, και χωριστά η Παλλάς Αθηνά έσυρε φωνή και στους Τρώες ώρθωσεν άσπετον κυδοιμόν (ανείπωτη ταραχήν). Ολων ετρόμαξε η καρδιά μόλις άκουσαν την χάλκινη φωνή του Αιακίδου και οι ηνίοχοι εξεπλάγησαν όταν είδαν το ακάματο πύρ δεινόν υπέρ της κεφαλής του μεγαλοθύμου Πηλείωνος να καίη. Το άναβεν η θεά γλαυκώπις Αθηνά. Τρις υπέρ της τάφρου μεγάλην ιαχήν έβγαλεν ο θεικός Αχιλλεύς και τρίς ταράχθηκαν οι Τρώες και οι ένδοξοι επίκουροι. ΣΤΙΧ.202-238


ΡΑΨ Τ
Βλέποντας ο Ζεύς τον Αχιλλέα να μοιρολογεί τον Πάτροκλο στην Αθηνά προσείπε «Τέκνο μου τελείως απαρνήθηκες τέτοιον άνδρα. Αλήθεια λοιπον καθόλου πια δεν νοιάζεσαι τον Αχιλλέα που προ των ρθοκεράτων νηών κάθεται οδυρόμενος νηστικός και άφαγος. Ελα , νέκταρ και αμβροσία τερπνή στάξε στα στήθη του για να μην τον πιάση ο ατερπής (δυσάρεστος) λιμός»


Και πετάχτηκε η Αθηνά που τόθελε και από πρίν με αρπακτικόν ομοία που απλώνει τα φτερά οξύφωνον εξ΄ουρανού σάλταρε κάτω του αιθέρος.


ΡΑΨ Φ
Και δεινόν, γύρω από τον Αχιλλέα ταραγμένον ίστατο κύμα και δεν είχε που τα πόδια να στηρίξει, μια φτελιά έπιασε καλόφυτη μεγάλη που όμως ξεριζώθηκε, και στο πεδίο έτρεξε τρομαγμένος με τα γοργά του πόδια, ούτε όμως που έληγεν ο μέγας θεός, ώρμησε επ΄αυτού ακρομέλανος, για να καταπαύση από τον πόλεμο τον Πηλείδη , που πήδησεν ός του δόρατος η πεταξιά, του αετού την όψιν έχων του μέλανος, του θηρευτήρος, που συνάμα κράτιστος και τάχιστις είναι των πετεινών. Αλλά ο ποταμός ρέων τον ακολουθούσε με μεγάλον ορυμαγδόν. Κι ο Πηλείδης νομίζοντας ότι θα πεθάνει αναφώνησε « Ζεύ πάτερ, κανένας από τους θεούς εμέ τον άμοιρο δεν βρέθηκε από τον ποταμό να σώση, έπειτα ότι είναι ας πάθω. Ας ήταν ο Εκτορ να με σκότωνε, τώρα από άθλιο θάνατο ήταν η ειμαρμένη ν΄απολεσθώ, ζωσμένος από μεγάλο ποταμό…» Γρήγορα έτρεξαν εγγύς του ο Ποσειδών και η Αθηνά με άνδρες μοιάζοντας και με το χέρι τους τον έπιασαν και τον καθησύχασαν με έπη. Πρώτος ο Ποσειδών μίλησε , πριν απεβή στους αθανάτους « Πηλείδη, μήτε να τρέμης λίαν μήτε και να τρομάζης, γιατί εμείς οι δύο σε σένα εκ των θεών επίκουροι είμαστε του Διός συγκατανεύσαντος, εγώ και η Αθηνα, επειδή από ποταμό συ να δαμασθής δεν είναι γραφτό. Να μην πάψουν τα χέρια σου τον ισοδύναμο πόλεμο και στα τείχη του Ιλίου τον λαό να περικλείσεις και του Εκτορα την ζωή να πάρης και θα σου δώσουμε δόξα τρανή.»ΣΤΙΧ.233-304

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΠΑΛΕΥΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΠΟΤΑΜΟ ΣΚΑΜΑΝΔΡΟ ΚΑΙ ΣΙΜΟΕΝΤΑ by Auguste Couder (ΔΙΑΚΟΣΜΗΣΗ ΣΤΗΝ ΣΑΛΑ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ ) ΛΟΥΒΡΟ


ΡΑΨ Χ
Και ήλθε κοντά του ο Αχιλλεύς ίσος με τον Ενυάλιο, τον πολεμιστή με την περικεφαλαία, και γύρω του έλαμπεν ο χαλκός όμοιος με αντάυγεια ή πυρός καιομένου ή ήλιου ανατέλλοντος, και μόλις τον είδε ο Εκτορας φοβήθηκε και άρχισε να τρέχει , τρείς φορές έκαναν τον γύρο από τα τείχη και πέρασαν από μία ανεμοδαρμένη συκιά και από τις δύο πηγές που ανέβλυζαν του όλο δίνες Σκάμανδρου. Και πάντες οι θεοί τους έβλεπαν και άρχισε να μιλεί ο πατήρ θεών και ανθρώπων. « Φίλον διωκόμενο περί το τείχος με τους οφθαλμούς μου βλέπω και ολοφύρεται η καρδιά μου για τον Εκτορα…. Αλλά συλλογισθήτε , θεοί, και σκεφθήτε αν από τον θάνατο θα τον σώσουμε ή μήπως δια του πηλείδου Αχιλλέως θα τον δαμάσουμε κι ας είναι γενναίος.»


Και απαντά σε αυτόν η θεά Αθηνά « Πατέρα λευκοκέραυνε, μελανόνεφε, τι είπες, άνδρα θνητόν όντααπο παλιά πεπρωμένο να πεθάνη πως θέλεις από τον σύσηχο θάνατο να τον γλυτώσης πάλι. Ολοι οι θεοί δεν θα συναινέσουμε.»


«Εχε θάρρος Τριτογένεια, φίλον τέκνον με την καρδιά μου πρόφρονα δεν μιλώ και θέλω καλός με σένα να είμαι κάμε όπως ο νούς σου λέει και μη βραδύνης.» της απαντά ο Ζεύς. ΣΤΙΧ.131-185


Πρόθυμη η Αθηνά κατεβαίνει από τον Ολυμπο και στον Πηλείωνα έφθασε που κυνηγούσε ακόμη χυμώντας τον Εκτορα που τον προστάτευε ο Φοίβος Απόλλων.

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΤΥΠΑ ΤΟΝ ΕΚΤΟΡΑ Peter Paul Rubens, 1630-5

ΑΓΑΛΜΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ στην παλια γέφυρα Heidelberg, Germany 1790


kleio2012 ,  master-lista / Image by Procy from depositphotos.com