Άλογο στα σύννεφα χωρίς καβαλάρηδες
Καλλιτεχνική απεικόνιση από Stefan Keller στο Pixabay

Μυστήριο με 4 καβαλάρηδες που προγραμματίζουν το νου

Σπύρος Μακρής
περιεχόμενο φαντασίας, με στοιχεία δημιουργικής γραφής

Oh, jingle bells, jingle bells, jingle all the way… Παντού ακουγόταν, μέσα από διάφορες παραλλαγές που είχαν δημιουργηθεί από το πασίγνωστο παιδικό τραγουδάκι των Χριστουγέννων. Γιατί Χριστούγεννα χωρίς jingle bells δεν γίνεται! Και σε κάθε χριστουγεννιάτικο τραγούδι που σέβεται τον εαυτό του είναι απίθανο να μην ακούγονται κάπου μέσα του, σε κάποιο σημείο, μια αρμαθιά κουδουνάκια που παραπέμπουν κατευθείαν σε αυτά που είναι κρεμασμένα στους ταράνδους που σέρνουν το έλκηθρο του Άη Βασίλη.

Βέβαια, η κάθε ιστορία που διηγείται ο κάθε παραμυθάς για τον Άγιο Βασίλη και τους ταράνδους του, τα ξωτικά του και τα δώρα που δίνουν, διαφέρουν στις λεπτομέρειες, αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία για τα παιδάκια όλου του κόσμου που τους έχουν μάθει να πιστεύουν σε ένα τέτοιο δημιούργημα. Και είναι φυσικό! «Παιδιά είναι. Πιστεύουν ό,τι τους λες», σκέφτηκε και αναρωτήθηκε: «Αλλά, γιατί σε αυτό το παραμύθι έπρεπε να συμμετέχουν και σοβαροί άνθρωποι, όπως της Βορειοαμερικανικής Διοίκησης Αεροδιαστημικής Άμυνας (NORAD) που δήθεν καταγράφουν τη διαδρομή που ακολουθεί κάθε χρονιά ο Άγιος Βασίλης για να φτάσει στον προορισμό του; Και, μάλιστα, δίνουν τα ίχνη του σε τρισδιάστατα βίντεο με τον ίδιο και τα ελάφια του να πετάνε πάνω από διάφορες μεγαλουπόλεις;»

Όλα αυτά, λέει, ξεκίνησαν το 1955, όταν ένα πολυκατάστημα έβαλε μια διαφήμιση με το τηλέφωνο του μαγαζιού ως μέσω επικοινωνίας με τον Άη Βασίλη για το πότε θα φτάνει και που. Όμως, ο αριθμός γράφτηκε λάθος και όταν τα παιδιά καλούσαν, χτυπούσε ασταμάτητα το τηλέφωνο της NORAD. Μετά την αρχική αμηχανία του αξιωματικού υπηρεσίας, όταν απαντούσε έλεγε και εξηγούσε στα παιδιά ότι δήθεν δίνει οδηγίες στον Αη Βασίλη να βρίσκει την πορεία του μέσα από τα ραντάρ της υπηρεσίας του. Όλοι στην NORAD το βρήκαν διασκεδαστικό και το καθιέρωσαν από τότε ως σήμερα, οπότε έγινε κι αυτό μέρος της παράδοσης.

Δεν ήξερε γιατί τα σκεφτόταν όλα αυτά, ενώ πήγαινε στο πάρκο την κόρη του που ακόμα ήθελε τρεις τάξεις για να βγάλει το Δημοτικό. Καθόλου περίεργο, σκέφτηκε. Ήταν μέρες Χριστουγέννων, πήγαιναν σε ένα θεματικό πάρκο που περιτριγυριζόταν από καλύβες και σπιτάκια τύπου Λαπωνίας, Φινλανδίας, Νορβηγίας ή κάτι από όλα αυτά τα μέρη, μπόλικο ψεύτικο χιόνι και χνουδωτοί τάρανδοι φυσικού μεγέθους, ξωτικά, αγιοβασίλιδες, δεκάδες σκορπισμένα κουτιά παντού τυλιγμένα σαν δώρα – διακοσμητικά και ψεύτικα, βέβαια – και φυσικά, παντού μαμάδες και μπαμπάδες με τα παιδάκια τους. Βρισκόντουσαν στο Χωριό του Άη Βασίλη, κάπου στα Δυτικά Προάστεια.

Διαβάστε επίσης: Η Γη είναι σε τροχιά σύγκρουσης με ρωγμή στο Μάτριξ

«Μπαμπά, μπαμπά, λες να πετάει από πάνω μας, τώρα, ο Άη Βασίλης;» ρώτησε η μικρή τον πατέρα της, ντυμένη με χοντρά ρούχα και μπουφάν και ένα σκούφο-κασκόλ. Τα μαγουλάκια της είχαν αποκτήσει μια ωραία ανοιχτή απόχρωση του μπορντό.

«Η μύτη σου είναι κατακκόκινη, όπως στον Ρούντολφ το ελαφάκι», της είπε εκείνος.

«Ωωωω!», έκανε ναζιάρικα η μικρή. «Ναι, αλλά μπαμπά, ο Άη Βασίλης; Όχι αυτοί που είναι στο έδαφος. Αυτός που πετάει θέλω να μου πεις», επέμενε το μικρό κορίτσι και έδειξε πέρα μακριά με τα δύο χεράκια της που φορούσαν μάλλινα γάντια με το πρόσωπο του Άη.

Ο πατέρας της ανασήκωσε τους ωμους και απάντησε: «Και να περνάει, δεν θα μπορέσουμε να τον δούμε με τόσα φώτα. Πρέπει να πάμε έξω από το Χωριό. Μακριά από τα φώτα. Στο σκοτάδι. Να εκεί», είπε και της έδειξε.

«Ωραία, πάμε τότε», τον παρακίνησε και άρχισε να τον τραβάει από το χέρι για να πάνε εκεί που της έδειξε.

Ο μπαμπάς δεν χαλούσε εύκολα χατήρια. Αν και δεν του άρεσε ιδιαίτερα η ιδέα να βγουν από την πολυκοσμία του Χωριού, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν κακή ιδέα να βγουν λίγο στα σκοτεινά. Ίσως, έτσι να έβρισκε μια καλή ευκαιρία να της εξηγήσει ότι δεν υπάρχει Άη Βασίλης.

Δεν άργησαν να φτάσουν στο ψεύτικο φράχτη του Χωριού και να περάσουν ανάμεσα από τα πλαστικά ξύλα του. Προχώρησαν ακόμα λίγο και βρίσκονταν σχεδόν στο απόλυτο σκοτάδι. Όχι ακριβώς απόλυτο. Απλά έπρεπε τα μάτια τους να προσαρμοστούν σε αυτή την αλλαγή. Λίγα δευτερόλεπτα μετά κοιτούσαν τον έναστρο ουρανό. Φαίνονταν και κάποια φώτα της πόλης, αλλά ήταν πολύ μακριά. Ο ουρανός, όμως, ήταν το κάτι άλλο! Γεμάτος αστέρια, σαν μια χούφτα διαμάντια σκορπισμένα – κάπου το είχε διαβάσει αυτό και το είχε κλέψει, του άρεσε να το λέει συχνά.

Διαβάστε επίσης: Το Θαύμα. Διόνυσος και Ιησούς

Ξαφνικά, η μικρή του ξέφυγε από το χέρι και έτρεξε προς μια κατεύθυνση. Ο πατέρας έσπευσε πίσω της τρέχοντας κι αυτός. Φοβήθηκε μήπως σκοντάψει κάπου και χτυπήσει – άσε που πολλά παραμονεύουν τις νύχτες και δεν αργούν να γίνουν μαύρες.

«Θοδώρα, στάσου. Μην τρέχεις».

Η Θοδώρα έτρεχε με το κεφάλι στραμμένο στον ουρανό, σαν να παρακολουθούσε κάτι, ή μάλλον σα να ακολουθούσε κάτι που την οδηγούσε σε ένα ξέφωτο – αν μπορούσες να το πεις έτσι. Σταμάτησε κι αμέσως την έφτασε ο πατέρας της ασθμαίνοντας και την έπιασε από το χέρι. Εκείνη με το άλλο του έδειξε ένα πολύ συγκεκριμένο σημείο ψηλά.

«Να, εκεί!»

«Ναι, αλλά μην τρέχεις. Μπορεί να πέσεις και να χτυπήσεις. Θα σε πάρω πίσω αν το ξανακάνεις».

«Το βλέπεις;» ρώτησε η Θοδώρα τον πατέρα της, σα να μην άκουσε τίποτα από όλα όσα της είπε.

«Τι να δω;»

«Να, κοίτα!»

Ο πατέρας γύρισε και κοίταξε εκεί που του έδειχνε η μικρή κόρη του που δεν είχε κουραστεί καθόλου να κρατάει το χεράκι της τεντωμένο στην ίδια πάντα κατεύθυνση. Κοίταξε, αλλά δεν έβλεπε κάτι. Δεν υπήρχε τίποτα. Μόνο ο νυχτερινός ουρανός, λίγα αστέρια και κάποια πολύ αραιά σύννεφα. Φυσικά, κατάλαβε πως η μικρή του κόρη προσποιούνταν ή φανταζόταν πως έβλεπε τον Άη Βασίλη.

«Δεν είναι πολύ λαμπερά τα τέσσερα κάτασπρα άλογα, μπαμπά; Και αυτό το κόκκινο που πάει μπροστά;»

Η ερώτηση της μικρής Θοδώρας μπέρδεψε τον πατέρα της. Εκείνος περίμενε να ακούσει για 8 τάρανδους σε δυάδες που σέρνουν ένα έλκηθρο με τα δώρα και τον Άη Βασίλη. Σίγουρα, πάντως, δεν περίμενε να ακούσει για τέσσερα λαμπερά λευκά άλογα και ένα κόκκινο.

«Η φωτεινή μύτη του Ρούντολφ θα είναι…» αστειεύτηκε εκείνος, αλλά ουσιαστικά απάντησε κάπως προβληματισμένος.

«Τι λες, καλέ, μπαμπά; Ο Ρούντολφ δεν είναι μαζί με τους ταράνδους του Άη Βασίλη. Πάει μπροστά μόνο όταν ο ουρανός είναι πήχτρα σκοτάδι, όταν βρέχει καρεκλοπόδαρα και όταν χιονίζει με θύελλα ή έχει ομίχλη. Και φωτίζει με την μύτη του για να μην χαθούν. Εσύ μου το έμαθες. Τώρα δεν έχει τίποτα από όλα αυτά. Ο Ρούντολφ πρέπει να είναι σπίτι του, τώρα. Θα κοιμάται τέτοια ώρα!»

Ναι, είχε δίκιο η Θοδώρα. Αυτή η ιστοριούλα γράφτηκε από τον Robert L. May το 1939. Ο ίδιος ο πατέρας της, της είχε διαβάσει το σχετικό παραμύθι και διάφορες εκδοχές του από άλλους παραμυθάδες. Αλλά να, βρήκε τη λύση: αυτά τα άλογα που νόμιζε ότι έβλεπε η μικρή του κόρη θα πρέπει να ήταν τα φώτα από κάποιο αεροπλάνο. Όλα τα αεροπλάνα όταν πετάνε τις νύχτες έχουν κι ένα κόκκινο φως που αναβοσβήνει. Αλλά πόσα λευκά φώτα είχαν; Δεν θυμόταν. Θα μπορούσε επίσης να είναι κάποιος τεχνητός δορυφόρος ή ακόμα και ο Διεθνής Διαστημικός Σταθμός – αλλά δεν ήξερε πολλά γι’ αυτό ώστε να δώσει μια ορθολογική απάντηση, στον εαυτό του, τουλάχιστον.

«Μπαμπα, σήκωσέ με αγκαλιά», διέταξε σχεδόν, η μικρή.

Ο πατέρας της την έπιασε και την σήκωσε στον αέρα με σκοπό να την βάλει να καθίσει στους ώμους του.

«Αγκαλιά, είπα, ρε μπαμπά. Όχι στους ώμους».

Εκείνος υπάκουσε αλλά χωρίς να καταλαβαίνει ούτε τη συμπεριφορά της ούτε γιατί έπρεπε να το κάνει. Την κράτησε στα μπράτσα με το σώμα της στραμμένο εκεί που κοιτούσε εξαρχής. Η Θοδώρα έβγαλε τον σκούφο της, τράβηξε και του πατέρα της και ακούμπησε το κεφαλάκι της με τα τζίντζερ μαλλιά στο κεφάλι του.

«Να, τα βλέπεις, τώρα;» ρώτησε και του έδειξε επίμονα προς την ίδια κατεύθυνση.

Πράγματι! Εκεί που πριν δεν υπήρχε τίποτα, τώρα μπορούσε να δει. Αυτό που έβλεπε ήταν πέντε λαμπερά και ολόλαμπρα ιπτάμενα αντικείμενα που έμοιαζαν με σταγόνες ή μάλλον καλύτερα, του θύμιζαν καρβέλια ψωμί. Κατάλαβε αμέσως. Έβλεπε αυτά που πολλοί τα αποκαλούν ιπτάμενους δίσκους. Απίθανο! Μόνο σε ταινίες είχε δει. Κι αναρωτήθηκε αμέσως αν ήταν πραγματικό αυτό που έβλεπε ή το φανταζόταν…

«Τους βλέπεις του καβαλάρηδες;» τον ρώτησε ξαφνικά η Θοδώρα.

«Τι; Όχι;» Πραγματικά δεν έβλεπε καβαλάρηδες, ούτε άλογα, φυσικά.

Η Θοδώρα έδωσε μερικές κουτουλιές στον πατέρα της και ξανακόλλησε το κεφάλι της στο δικό του. «Τώρα, τα βλέπεις;»

Όχι, βέβαια… Αλλά το παράξενο ήταν πως κάθε φορά που η κόρη του απομάκρυνε το κεφάλι της από το δικό του για να του δώσει μια κουτουλιά, οι ιπτάμενοι δίσκοι χάνονταν από το οπτικό του πεδίο.

«Για πάρε λίγο το κεφάλι σου», της είπε. Εκείνη υπάκουσε. Μόλις απομάκρυνε μερικά εκατοστά το κεφάλι της από το δικό του, τα πέντε λαμπερά ό,τι-κι-αν-ήταν, χάθηκαν. Μόλις ένωσαν τα κεφάλια τους, τα είδε και πάλι. «Εσύ, τι βλέπεις;» την ρώτησε.

«Πέντε άλογα με τους καβαλάρηδες», του εξήγησε πολύ φυσικά και συνέχισε: «Το ένα πάει μπροστά και λάμπει κόκκινο. Μαζί με τα άλλα σχηματίζουν την κορυφή ενός κεφαλαίου λάμδα».

Παρομοίως και ο πατέρα της, μόνο που αντί για άλογα με καβαλάρηδες διέκρινε, λαμπερούς ιπτάμενους δίσκους. Για μια στιγμή, ο πατέρας τα χρειάστηκε. Έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν ήξερε αν αυτά που έβλεπε θα έπρεπε να τα θεωρήσει ως απειλή ή κίνδυνο ή… τι άλλο; Όμως, η κόρη του δεν τα φοβόταν. Ίσως, γιατί αυτά που εκείνη έβλεπε ήταν ιπτάμενα άλογα και όχι ιπτάμενους δίσκους.

«Βλέπεις και τον Άη Βασίλη;» την ρώτησε αναπάντεχα.

«Όχι, καλέ, μπαμπά! Που κοιτάς; Αλλού;» δυσανασχέτισε η Θοδώρα. «Ο Άη Βασίλης δεν είναι εκεί. Αυτοί οι τέσσερις καβαλάρηδες μαζί και ο πέμπτος, κοιτάνε το δρόμο που θα περάσει ο Άη, όταν είναι να έρθει».

«Και οι καβαλάρηδες φοράνε καπέλα και κρατάνε μαστίγια;» την ρώτησε ύστερα προσπαθώντας να καταλάβει.

«Όχι, ρε μπαμπά. Δεν είναι καουμπόηδες, ούτε ο Ζορό».

Και τι είναι; Αναρωτήθηκε εκείνος, αλλά δεν τόλμησε να ρωτήσει. «Ωραία: Θες να πάμε πίσω στο χωριό;»

«Ναι, πάμε», είπε το κορίτσι και κούνησε το χεράκι της σαν για να αποχαιρετήσει τους καβαλάρηδες που έβλεπε ή που νόμιζε ότι έβλεπε.

Ο πατέρα της κατέβασε τη Θοδώρα στο έδαφος και κοίταξε για άλλη μια φορά τον ουρανό. Δεν έβλεπε τίποτα. Δεν υπήρχε τίποτα για να δει. Μήπως… Μήπως ήταν κάποιο παράδοξο Θαύμα των Χριστουγέννων, ε; Μπα… με τίποτα!… Σίγουρα είχε παραισθήσεις. Μαζί είχαν παραισθήσεις. Πως να το εξηγήσει αλλιώς;…

«Έλα, ρε μπαμπά. Χαιρέτα κι εσύ!» τον παρότρυνε πιεστικά και συγχρόνως χαρούμενη για την συνάντηση που είχε με ό,τι-κι-αν-ήταν αυτά.

Ο πατέρας της μικρής Θοδώρας κούνησε κι αυτός το χέρι του σε κάτι που δεν έβλεπε πια. Φόρεσαν τα σκουφιά τους και γύρισαν να φύγουν. Εκείνος, γεμάτος χιλιάδες ερωτηματικά. Κάθε ερωτηματικό γεννούσε δεκάδες άλλα. Χωρίς καμία απάντηση, ούτε την πιο απλή.

Επιτέλους έφτασαν στα φώτα του πολιτισμού. Πέρασαν τον πλαστικό φράχτη σε απομίμηση ξύλινων κορμών και πατούσαν ξανά το ψεύτικο χιόνι. Παντού παιδάκια που έπαιζαν με τους γονείς τους από δίπλα, ξωτικά, αγιοβασίλιδες και σκόρπια κουτιά από δώρα. Βρίσκονταν πάλι στο Χωριό του Άη Βασίλη. Ο πατέρας προσπάθησε αμέσως να ξεφύγει από αυτό που ο ίδιος έζησε και που η κόρη του το βίωσε με ένα διαφορετικό τρόπο. Προσπάθησε να γίνει πιο κεφάτος και να διώξει από το μυαλό του όλο το μυστήριο με τους τέσσερις καβαλάρηδες, συν τον πέμπτο.

«Ήξερες ότι οι τάρανδοι του Άη Βασίλη είναι όλοι θηλυκοί;» ρώτησε την κόρη του εύθυμα για να αλλάξουν θέμα.

«Ναι, καλέ μπαμπά. Εσύ μου το είπες! Το ξέχασες;» έκανε η μικρή κι αμέσως άρχισε να επαναλαμβάνει όσα της μάθαινε ο πατέρας της, σε μια μάλλον λάθος προσέγγιση για να της εξηγήσει ότι όλα αυτά είναι ένα παραμύθι: «Οι τάρανδοι του Αη Βασίλη είναι το είδος Καριμπού και κατά το Νοέμβρη τα κέρατά τους πέφτουν για να ξαναφυτρώσουν καινούργια και πιο γερά σιγά σιγά στις αρχές της άνοιξης, για να παλέψουν με άλλα αρσενικά και να κερδίσουν την καρδιά της αγαπημένης τους ταρανδίνας, το φθινόπωρο. Οι αρσενικοί τάρανδοι Καριμπού, λοιπόν, δεν έχουν κέρατα την περίοδο των Χριστουγέννων. Τα θηλυκά του είδους όμως, αντίθετα, έχουν όλα τους τα κέρατα, όλο το χρόνο. Δεν τους πέφτουν με τίποτα. Άρα, οι τάρανδοι του Αη, είναι όλοι θηλυκοί – σαν κι εμένα!»

«Μπράβο, μωρό μου! Σαν κι εσένα!» Τη σήκωσε στον αέρα και της έδωσε πολλά φιλιά στο λαιμάκι της. Κι εκείνη έριξε μια κλεφτή ματιά στον ουρανό που δεν φαινόταν πια από τα πολλά φώτα του Χωριού.

Την ίδια κλεφτή ματιά έριξε και ο πατέρας της, αλλά προσγείωσε απότομα το βλέμμα στην κόρη του. «Το ξέρω ότι εγώ σου το είπα πως οι τάρανδοι του Αη Βασίλη είναι θηλυκοί. Κι εγώ το διάβασα σε ένα περιοδικό. Ήθελα να δω αν το θυμόσουν», είπε χαρωπά.

«Και βέβαια, το θυμάμαι, ρε μπαμπά!»

«Ωραία!» είπε και άλλαξε αμέσως ύφος κορυφώνοντας μια επερχόμενη χαρά: «Ποιος θέλει χοτ ντογκ;»

«Εγώ!…», ξεφώνισε η μικρή κι έτρεξε προς τα εκεί που τα πουλούσαν.

Ο πατέρας της την ακολούθησε με την ησυχία του, αλλά σκεφτικός. Αν αυτά τα πέντε ό,τι-κι-αν-ήταν που είδαν ο καθένας τους με διαφορετική μορφή, μπορούσαν να προγραμματίζουν τον εγκέφαλο ώστε να βλέπουν οι άνθρωποι αυτό που εκείνοι επιθυμούσαν, τι άλλο μπορούσαν να κάνουν; Αλλά το κυριότερο όλων δεν ήταν αυτό. Ήταν η Θοδώρα. Η Θοδώρα που μπορούσε να συνδεθεί μαζί τους – ή μάλλον καλύτερα: εκείνοι οι όποιοι-κι-αν-ήταν μπορούσαν να συνδεθούν με το παιδί του – και η Θοδώρα μπορούσε να μεταφέρει αυτό που ήθελαν να δουν.

diadrastika / Image by Stefan Keller from Pixabay