Οι Διάσημες Ασπίδες Θεών και Ηρώων
Στην ΙΛΙΑΔΑ, ραψωδία Δ στ.163-167 εμφανίζεται η φοβερή ασπίδα του Δία.
“Θα φθάση μέρα να χαθή κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του,
όταν ο αιθεροκάτοικος Κρονίδης χολωμένος
για τούτην την απάτην τους επάνω τους τινάξη
την σκοτεινήν αιγίδα του. Και αυτά θα γίνουν όλα
ΑΙΓΙΣ λέγεται η ασπίδα του Δία ,την οποία έφτιαξε ο Ήφαιστος από το δέρμα της Αμάλθειας. Την στόλισε με λαμπρές παραστάσεις, και ο Ζεύς την δάνειζε μόνο στα πιο αγαπημένα παιδιά του την Αθηνά και τον Απόλλωνα.
Ο Ομηρος ονομάζει τον Δία “ΑΙΓΙΟΧΟ” .
Οι πιο διάσημες ασπίδες θεών και ηρώων που έμειναν αθάνατες χάρη στη δύναμη του Λόγου
Η ΑΣΠΙΔΑ είναι το αρχαιότερο αμυντικό όπλο. Η μορφή της και η κατασκευή της είναι διαφορετική μέσα στον χρόνο αλλά και απο τόπο σε τόπο. Εχουμε ξύλινες, σιδερένιες, δερμάτινες, ορειχάλκινες, και σε διάφορα σχήματα, όπως ορθογώνιες, στρογγυλές, τριγωνικές
Οι Ελληνες συνήθιζαν να τις διακοσμούν με σύμβολα και παραστάστεις και τις θεωρούσαν δείγματα τιμητικών διακρίσεων.
“«Ή ταν ή επί τας», έλεγαν οι Σπαρτιάτισσες στα παιδιά τους πριν την μάχη , αφού θεωρούσαν προσβλητικό την εγκατάλειψή της στο πεδίο της μάχης.
Οι Μυκηναικές Ασπίδες είχαν σχήμα 8σχημο, πυργόσχημο.
Στους δε Ομηρικούς χρόνους οι ασπίδες κάλυπταν όλο το σώμα και ήταν φτιαγμένες απο ξύλο και βοδινά δέρματα.
Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΓΑΜΕΜΝΩΝΑ ΙΛΙΑΔΑ ΡΑΨ.Λ ΣΤ.32-40
“Σπαθί μετά στους ώμους πέρασε, και τα πλουμόκαρφά του
λαμποκοπούσαν πάνω ολόχρυσα, και το θηκάρι του ήταν
γύρα όλο ασήμι, από χρυσόλουρα ψηλά ανακρεμασμένο.
Παίρνει το ξομπλιαστό σκουτάρι του, που τον εσκέπαζε όλο,
το στέριο, τ᾿ όμορφο, που χάλκινοι το ζώναν κύκλοι δέκα,
κι απάνω του είκοσι ξεχώριζαν αφάλια από καλάι,
λευκά, και μόνο ένα στη μέση τους από βαθύ λαζούρι,
με τη Γοργώ που το στεφάνωνε την αγριοβλεμματούσα,
με φοβερή ματιά, και γύρα της ο Τρόμος κι η Φευγάλα.
Από ασημένιο το σκουτάρι του λουρί κρεμόταν φίδι
γαλάζιο απάνω του τυλίγουνταν, κι απ᾿ το λαιμό τον ίδιο
τρεις κεφαλές προβαίναν, που ‘βλεπαν αλλού κι η καθεμιά τους.
Το κράνος με τα δυο τα κέρατα, τα τέσσερα τ᾿ αφάλια
φοράει μετά, κι απάνω η φούντα του φοβέριζε η άλογίσια.
Δυο σουβλερά, γερά, χαλκόμυτα στερνά κοντάρια παίρνει,
που η λάμψη τους η χάλκινη έφτανε ψηλά στα μεσουράνια.
Και τότες η Αθηνά η γλαυκόματη κι η Ήρα μαζί εβρόντηξαν,
για να τιμήσουν της πολύχρυσης Μυκήνας το ρηγάρχη.”
Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ
“Κι έπλασε πρώτα δυνατήν ασπίδα και μεγάλην,
όλην με τέχνην και τριπλόν λαμπρόν τριγύρω κύκλον·
με πέντε δίπλες έγινεν η ασπίδα και σ’ εκείνην 480
λογιών εικόνες έπλαθε με την σοφήν του γνώσιν.
Την γην αυτού, τον ουρανόν, την θάλασσαν μορφώνει,
τον ήλιον τον ακούραστον, γεμάτο το φεγγάρι,
τ’ αστέρια οπού τον ουρανόν ολούθε στεφανώνουν:
την δύναμιν του Ωρίωνος, Υάδες, Πληιάδες, 485
την Άρκτον, που και Άμαξαν καλούν, και αυτού γυρίζει
πάντοτε, τον Ωρίωνα ασάλευτα τηρώντας,
η μόνη που τ’ Ωκεανού το λούσμα δεν γνωρίζει.”
ΙΛΙΑΔΑ ΡΑΨ.Σ 478-488
Τον οπλισμό του Αχιλλέα τον κέρδισε ο Οδυσσέας αφού νίκησε τον Αίαντα Τελαμώνιο (στους νεκρικούς αγώνες προς τιμή του Αχιλλέα) .
Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΟΥ ΑΙΑΝΤΑ ΙΛΙΑΔΑ ΡΑΨ.Η ΣΤ.219-224
“Κι ο Αίας ζυγώνει· το εφταβόδινο, το χάλκινο σκουτάρι
σαν πύργος φάνταζε στα χέρια του· του το ‘χε μαστορέψει
πετσωματής τρανός, ο Μάστορας, που μες στην Ύλη εζούσε.
Το πλουμιστό σκουτάρι του ‘στρωσε μ᾿ εφτά τομάρια ταύρων
καλοθρεμμένων, κι απανώβαλε χαλκένια ακόμα στρώση.
Τούτο στο στήθος μπρος ασκώνοντας ο γιος του Τελαμώνα
ζύγωσε απόκοντα τον Έχτορα κι όλο φοβέρα κρένει:”
Ο Ομηρος παρουσιάζει με πολλή αγάπη και φροντίδα τον Αίαντα, καθώς πάνοπλος, θεόρατος όπως ο Άρης, «ἕρκος Ἀχαιῶν»(προπύργιο των Αχαιών), προκαλεί τρόμο στους Τρώες. Κραδαίνοντας το κοντάρι του, χαμογελά άγρια και βαδίζοντας με μεγάλα και σταθερά βήματα προκαλεί φόβο και στον ίδιο τον Έκτορα, που από φιλότιμο μένει να τον αντιμετωπίσει.
Ο ποιητής επιμένει στη λεπτομερειακή περιγραφή της ασπίδας: ορθογώνια(«ωσάν πύργος»), πυργόσχημη, καλύπτει ολόκληρο το σώμα, τεχνουργημένη με επτά στρώματα από δέρμα δυνατών ταύρων και μια εξωτερική στρώση χαλκού και διακοσμημένη με τρομακτικές παραστάσεις.
Η ΑΣΠΙΔΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΙΛΙΑΔΑ ΡΑΨ.Ε ΣΤ.738- 747
Κι η Αθηνά, κόρη σεμνή του αιγιδοφόρου Δία,
εις του πατρός το έδαφος τον πέπλον απολνάει
τον αγανόν, τον πλουμιστόν που’χε ποιήσει εκείνη.
Στους ώμους βάζει την φρικτήν, την κροσωτήν ασπίδα,
πόχει τριγύρω την φυγήν κι η Έρις είναι μέσα.
Η Δύναμις και ο Διωγμός, οπού καρδιές παγώνει,
και της Γοργούς η κεφαλή, τρομακτικό και μέγα
τέρας, που δείχνει των θνητών ο αιγιδοφόρος Δίας.
Κράνος δικέφαλο φορεί, τετράλοφον, ωραίον,
χρυσό, που πόλεων εκατόν στρατούς αντισηκώνει.
Και ανέβηκε στο φλογερόν αμάξι και κοντάρι
φουκτώνει μέγα, στερεά μ’ αυτό δαμάζ’ ηρώων
τα πλήθη σ’ όποιους οργισθή φρικτού πατρός η κόρη.