Ποιές ήταν οι Άρπυιες
Κάποτε, λέει η μυθολογία, οι Αργοναύτες με τον Ιάσονα έφτασαν στον Βόσπορο. Εκεί αναζήτησαν τον μάντη Φινέα να τον συμβουλευτούν για την πορεία του ταξιδιού τους. Τον βρήκαν σε μια γωνιά του Βοσπόρου γερασμένο και μισοπεθαμένο από την πείνα. Ποιος ήταν όμως ο Φινέας;
Σύμφωνα με τον Απολλώνιο το Ρόδιο, ο Φινέας ήταν γιος του Αγήνορα και κατοικούσε στις ακτές της Βιθυνίας.
Ο Απόλλων τον είχε προικίσει με το χάρισμα να προβλέπει το μέλλον. Από τότε ο Φινέας αποκάλυπτε θαρραλέα στους θνητούς τις ιερές αποφάσεις του Διός. Ο Ζεύς οργίστηκε μαζί του και τον καταδίκασε σε αιώνια γηρατειά. Στέρησε από τα μάτια του το γλυκό φως της ημέρας και πρόσταξε να μη χορταίνει ποτέ φαγητό. Μάταια όσοι έρχονταν να πάρουν χρησμούς του έφερναν φαγητά.
Οι Άρπυιες χιμούσαν ξαφνικά από τα ουράνια ύψη και του άρπαζαν από το στόμα και τα χέρια τις τροφές. Μερικές φορές για να παρατείνουν το μαρτύριό του και την άθλια ζωή του, του άφηναν λιγοστά αποφάγια. Άφηναν όμως απάνω τους μια τέτοια δυσοσμία, που κανένας δεν θα είχε το κουράγιο όχι να τα φάει μα ούτε καν να υποφέρει από μακριά την μπόχα τους.
Ο Φινέας ωστόσο δεν απελπιζόταν, γιατί ήξερε πως μιαν ημέρα θα έρχονταν οι Αργοναύτες και θα τον έσωζαν από το μαρτύριό του. Μόλις λοιπόν φάνηκαν οι Αργοναύτες και τον πλησίασαν, τους υπόσχεται να τους δώσει καλές συμβουλές για το ταξίδι τους, αρκεί να τον σώσουν από τις Άρπυιες, Ορκίζεται δε στους Βορεάδες, τον Ζήτη και τον Καλάι, πως δεν θα διατρέξουν κανένα κίνδυνο, αν τις σκοτώσουν. Τότε δυο ήρωες από τους Αργοναύτες ορμούν πάνω στις αρπακτικές δαιμόνισσες και τις καταδιώκουν ως τα νησιά Πλωτά. Και θα τις σκότωναν, αν δεν επενέβαινε η αδελφή τους η Ίρις να τους υποσχεθεί πως οι Άρπυιες δεν θα ξαναπλησίαζαν το σπίτι του Φινέα. Τελικά ένας μύθος λέει ότι οι Άρπυιες κατέφυγαν στο νησί της Κρήτης. Σύμφωνα με άλλο μύθο η μία έπεσε σε ένα ποτάμι της Πελοποννήσου, τον Τίγρη, που μετονομάστηκε Άρπυς και η άλλη έφτασε στα νησιά Εχινάδες, που από τότε μετονομάστηκαν σε Πλωτές.
Στην Οδύσσεια τώρα, η Πηνελόπη διηγείται την ιστορία των θυγατέρων του Πανδάρεω. Οι θεοί, εξιστορεί, είχαν πεθάνει τους γονείς τους. Επειδή είχαν μείνει ορφανές στο παλάτι τους, τις φρόντισαν οι θεές. Η Αφροδίτη τις έθρεψε με γάλα, μέλι και θαυμάσια κρασιά. Η Ήρα τις προίκισε με περίσσια ομορφιά και σύνεση. Η Άρτεμις τους έδωσε μεγαλόπρεπο παράστημα κι η Αθηνά τις έμαθε να υφαίνουν τα πιο εξαίσια εργόχειρα. Κατόπιν η Αφροδίτη ανέβηκε στον Όλυμπο, στην κατοικία του Δία, με σκοπό να του ζητήσει να έχουν τα κορίτσια και έναν ευτυχισμένο γάμο. Αλλά οι Άρπυιες τα χάλασαν όλα. Όρμησαν, τις άρπαξαν και τις πήγαν στον Άδη, για να είναι δούλες στην κατοικία των Ερινύων.
Οι Άρπυιες ήσαν φτερωτά τέρατα της μυθολογίας, που προκαλούσαν τον τρόμο στους ανθρώπους, γιατί δεν έκλεβαν μόνον πράγματα, δεν προκαλούσαν μόνον καταστροφές, αλλά άρπαζαν και ανθρώπους. Όπως φαίνεται, το όνομα Άρπυιες συνδέεται με το ρήμα αρπάζω. Είναι λοιπόν οι Άρπυιες αρπακτικοί δαίμονες, που χαρακτηρίζονται από αιφνιδιαστική και καταστροφική δύναμη, αλλά και την ταχύτητα του ανέμου και της θύελλας.
Σε παραστάσεις που έχουν σωθεί, τις βλέπουμε σαν φτερωτές γυναικείες μορφές, έχουν δηλαδή γυναίκας πρόσωπο και χέρια, αλλά πόδια και νύχια πουλιών. Οι Άρπυιες με τα φτερά τους ακολουθούσαν τις πνοές του ανέμου και τα πουλιά. Σήμερα ακόμη σε ορισμένες περιοχές οι Έλληνες δηλώνουν με το όνομα «Ανεμικές» τους δαίμονες του ανέμου και του ανεμοστρόβιλου. Συγκεκριμένα στη Μακεδονία ονομάζονται «ανεμικές» οι κακοποιοί δαίμονες που έρχονται κυρίως το πρώτο δεκαήμερο του Μαρτίου.
Ως θεές των ανέμων σχετίζονται άμεσα με το βασίλειο των νεκρών. Ως δαίμονες του θανάτου απεικονίζονται στη ζωφόρο του μνημείου των Αρπυιών που βρίσκεται στην Ξάνθο της Λυκίας. Εκεί οι Άρπυιες εικονίζονται ως πουλιά με κεφάλι γυναίκας, που κρατούν μωρά ανθρώπων στην αγκαλιά.
Γονείς τους οι Άρπυιες είχαν τον Θαύμαντα και την Ηλέκτρα. Ο Ησίοδος συγκεκριμένα μας πληροφορεί ότι ο Θαύμας ζευγαρώθηκε με την Ηλέκτρα, μια από τις θυγατέρες του Ωκεανού, και έφερε στον κόσμο την Ίριδα και τις αρπακτικές Άρπυιες. Την Αελλώ και την Ωκυπέτη τη γοργόφτερη. Άλλοι συγγραφείς θεωρούν πατέρα τους τον Ποσειδώνα ή και τον Τυφωέα. Στον Όμηρο αναφέρεται μόνον η Άρπυια Ποδάργη, που γέννησε από τον Ζέφυρο τα δύο αθάνατα και ταχύποδα άλογα του Αχιλλέα, τον Ξάνθο και τον Βαλίο. Την Άρπυια Ποδάργη επίσης θεωρεί ο Στησίχορος μητέρα και των αλόγων των Διοσκούρων, του Φλογέου και του Άρπαγου. Μεταγενέστερη πηγή μας παραδίδει και το όνομα μιας τρίτης Άρπυιας, της Κελαινώς.
Σχόλιο diadrastika: Αν ακολουθήσουμε ένα άλλο σκεπτικό, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι Άρπυιες ήταν ιπτάμενα οχήματα με γυναίκες πιλότους;
chryssablog / Image by Stefan Keller from Pixabay