γυναίκα καθιστή στο κρεβάτι. Περιμένει αυτούς που γευματίζουν με τις ψυχές μας
Καλλιτεχνική απεικόνιση από Anja Cocoparisienne στο Pixabay

Αυτοί που γευματίζουν με τις ψυχές μας

Σπύρος Μακρής
περιεχόμενο φαντασίας, με στοιχεία δημιουργικής γραφής

Είχε ανέβει στην ταράτσα να την χτυπήσει λίγο ο καθαρός αέρας. Είχε δροσιά και φύσαγε. Έβγαλε ένα χαπάκι για την ημικρανία και με λίγο νερό από το μπουκαλάκι της, το κατέβασε. Αν και την ενοχλούσαν τα πάντα γύρω της, το φως της ημέρας, οι θόρυβοι, όλα… κοιτούσε τον ορίζοντα επίμονα. Ήταν ένας τρόπος, ο δικός της τρόπος, να ανταπεξέλθει σε αυτό που τρυπούσε το κρανίο της. Αυτή τη φορά δεν την βοήθησε, όμως. Και το χάπι δεν έλεγε να δράσει γρήγορα, όπως άλλες φορές. Κάθισε σε μια σκιερή γωνιά.

Πέρασε αρκετή ώρα μέχρι να συνέλθει. Σηκώθηκε και κατέβηκε στον πέμπτο όροφο. Πήγε στο γραφείο της – το πρώην γραφείο της – και μάζεψε τα πράγματά της και τα προσωπικά της αντικείμενα. Η ανακοίνωση της απόλυσή της ήταν εντελώς ξαφνική, αναίτια και άδικη. Άδικη. Όλα ήταν άδικα. Ένας κόσμος που κοιμάται και ξυπνάει στην αδικία, νομίζοντας και πιστεύοντας ότι αδικίες συμβαίνουν μόνο σε αυτούς τους ίδιους, όταν τους συμβαίνουν. Γιατί σε μένα; Γιατί σε μένα; Όμως, όχι. Δεν έπρεπε να την καταβάλει. Έπρεπε να αντιμετωπίσει και αυτή τη δυσκολία, όπως έκανε κάθε φορά. Ήταν δυνατή. Πάντα ήταν και έτσι έπρεπε να παραμείνει.

Γύρισε σπίτι της πολύ νωρίτερα από όλους. Αναμενόμενο. Ο άντρας της ήταν στη δουλειά και τα παιδιά στο σχολείο. Ευτυχώς είχε μαγειρέψει από χθες και δεν χρειαζόταν να το κάνει τώρα. Δεν είχε καμία όρεξη. Παράτησε σε μια άκρη τα πράγματά της από τη δουλειά και κάθισε στον καναπέ. Έκλεισε το πρόσωπό της στα χέρια της και έκλαψε. Ήταν άδικο. Η απόλυσή της ήταν άδικη. Πετάχτηκε απότομα και πήγε στο νιπτιρα να πλύνει το πρόσωπό της. Αμέσως αποφάσισε να κάνει ένα μπάνιο να χαλαρώσει. Αφού τα νερά πήραν μαζί τους όλη την ένταση της ημέρας και την στριφογύρισαν στο σιφόνι, άρχισε να νιώθει κάπως καλύτερα. Κάθισε στο κρεβάτι και έβαλε λίγη τηλεόραση να δει κανένα πρωινάδικο να ξεχαστεί κάπως. Ποτέ δεν της άρεσαν αυτές οι εκπομπές, πήχτρα στη διαφήμιση και την τοποθέτηση προϊόντων, με θέματα χωρίς ουσία, για το πως ξεκατινιάζονται οι celebrities, οι διάσημοι. Και όταν η εκπομπή καλούσε κάποιον για συνέντευξη, μετά, το πάνελ έκανε κριτική σε αυτά που είπε ο καλεσμένος και του την έπεφτε άγρια, ενώ ήταν απών, σα να ήταν κάποιος κατάδικος. Βλακείες. Σκέφτηκε, όμως, πως τώρα αυτές οι εκπομπές θα παρέσυραν λίγο το μυαλό της σε κάτι διασκεδαστικό – αυτός άλλωστε υποτίθεται πως ήταν ο σκοπός τους.

Καμία διασκέδαση. Όλες οι πρωινές εκπομπές ασχολούνταν με ένα έγκλημα, ανατριχιαστικό και αποτρόπαιο. Από που κι ως πού; Γιατί; Δεν φτάνουν οι ειδήσεις που σε τρομοκρατούν καθημερινά, πότε με την ακρίβεια, πότε με την κλιματική αλλαγή, πότε με πλυμμήρες και πυρκαγιές, πότε με ιούς και αρρώστιες, πότε με νεκρούς από πολέμους ή σε σχολεία από κάποιον παρανοϊκό συμμαθητή, πότε με τα ελληνοτουρκικά, πότε με κακοποιήσεις παιδιών, γυναικών, πότε με το ένα πότε με το άλλο… Μεγάλες ποσότητες παραγωγής φόβου, φρίκης, απόγνωσης και απελπισίας. Κάτι ευχάριστο δεν ακούς. Ακόμα και μια ψιχάλα στα δελτία καιρού ανακοινώνεται σαν θεομηνία. Γιατί να συμβαίνει το ίδιο και στα πρωινάδικα; Ήταν άδικα και αυτά.

Πάνω που πήγε λίγο να σκάσει το χειλάκι της, η Άννα θυμήθηκε μια συζήτηση με τον άντρα της. Ο Αντώνης, γενικά, δε ήταν άνθρωπος των θεωριών συνωμοσίας, αλλά ώρες-ώρες πέταγε κάτι παράδοξα και φαινόταν να τα πιστεύει κιόλας. Λες και έβγαινε από μέσα του κάποιος ινστρούκτορας, κάποιος δίνει οδηγίες για τα πάντα, μιας και γνωρίζει τα πάντα. Για τα πάντα είχε μια εξήγηση και καθοδηγούσε ή προέβλεπε ή είχε λύσεις για το επόμενο βήμα. Κάτι σαν τον πανεπιστήμονα: Ανάλογα με το πρώτο θέμα των δελτίων ειδήσεων γινόταν αρχηγός της αστυνομίας, ιατροδικαστής, πρωτοκλασάτο πολιτικό πρόσωπο, κορυφαίος γιατρός παθολόγος, ακόμα και Αμερικανός πρόεδρος.

«Η ανθρωπότητα και ο πλανήτης μας κυριαρχείται και κυβερνάται από μοχθηρούς, σαν βγαλμένους ένα ακραίο δυστοπικό σενάριο, το οποίο δεν είναι καθόλου φανταστικό, ούτε καν συνωμοσιολογικό. Είναι πραγματικό. Πιο πραγματικό δεν γίνεται», της είχε πει σε κάποια φάση.

«Τι λες τώρα; Τι εννοείς όταν λες ότι όλη η ανθρωπότητα κυβερνάται από μοχθηρούς; Από ποιους;»

«Από την Αμερικάνικη κυβέρνηση, από την Αγγλική κυβέρνηση, από την Ελληνική κυβέρνηση, την Γερμανική κυβέρνηση…»

«Καλά, μη μου πεις όλες τις κυβερνήσεις. Το έπιασα το νόημα».

Βάλε το email σου στην φόρμα για να λαμβάνεις τα άρθρα μας.

«Όσοι παρακολουθούν ειδήσεις», άρχισε να της εξηγεί το σκεπτικό του, «αλλά και όσοι τις αποφεύγουν και προτιμούν να ενημερώνονται από εναλλακτικά μέσα στο διαδίκτυο, έρχονται αντιμέτωποι, έστω και μόνο από τους τίτλους, με νέα τα οποία διατηρούν, διαμορφώνουν ή συγχρονίζουν μία αόρατη τρομοκρατία, ενδεχομένως, είναι κατευθυνόμενη».

«Δεν καταλαβαίνω. Πως σου ήρθε όλο αυτό;»

«Όλη αυτή η αναστάτωση και η συναισθηματική φόρτιση που διαχέεται, διαδίδεται και διαρρέει, έχει τουλάχιστον έναν κύριο και πολύ βασικό στόχο: τις ψυχές μας. Εστιάζουν στην τρομοκράτηση του κόσμου απλά και μόνο για την παραγωγή αρνητικών συναισθημάτων και σκέψεων, ταραγμένων δονήσεων, αρρωστημένων vibes, καθώς όλα αυτά αποτελούν προϊόντα της διατροφής των μαύρων ψυχών, των κρυόπλαστων ερπετοειδών – με όποια έννοια κι αν τα προτιμάει ο καθένας – τα οποία θέλουν να πάρουν τον έλεγχο του πλανήτη».

«Τι λες, Αντώνη; Έχεις τρελαθεί;» τον κοιτούσε αποσβολωμένη, σα να έβλεπε δελτίο ειδήσεων που έδειχνε τις χειρότερες εικόνες που μπορούσαν να δείξουν κόντρα στις υποδείξεις του ΕσουΡού. Ο Αντώνης, όμως, συνέχιζε ακάθεκτος:

«Καλλιεργούν ένα άσχημο ψυχολογικό κλίμα που διατρέχει τον ψυχισμό όλων μας, έστω και αν αυτό συμβαίνει υποσυνείδητα σε μας. Το ανθρώπινο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, πλέκει σενάρια επιβίωσης ακόμα κι αν δεν το νιώθουμε. Κάποιες συνάψεις του εγκεφάλου μας έχουν ήδη μπει στην πρίζα από τον άγνωστο φόβο μίας πιθανής αλλά άγνωστης καταστροφής. Μας ψήνουν τον εγκέφαλο».

Η γυναίκα τον κοίταζε με το στόμα ανοιχτό, χωρίς να καταλαβαίνει. Τι έλεγε αυτός ο άνθρωπος; Εκείνος συνέχιζε ατάραχος:

«Αυτή η μυρωδιά του φόβου… Ο φόβος… που γίνεται φόνος… είναι μία θεσπέσια και λαχταριστή ευωδία στα άσχημα ρουθούνια των ερπετών και, πιθανότατα, τους δίνει κουράγιο για να συνεχίσουν το καταστροφικό έργο τους. Ή… Ή… μας προγραμματίζουν για να εξυπηρετήσουμε τα αποτρόπαια σχέδιά τους ενάντια σε μία απειλή που έχουν να αντιμετωπίσουν τα ίδια τα ερπετοειδή αλλά… βάζουν εμάς μπροστά, σαν ασπίδα… Στόχος τους είναι οι ψυχές όλων μας… Ήδη γευματίζουν με τις ψυχές μας… Γι’ αυτό κι εγώ τον σκότωσα…»

«Τι; Ποιόν;» Άθελά της, η Άννα, έκανε τον φόνο εικόνα στο μυαλό της. Έβλεπε τον άντρα της να διαπράττει αδιανόητα πράγματα στο σώμα που κατέρρεε στο πάτωμα. Έβλεπε κάθε ανατριχιαστική λεπτομέρεια, σα να ήταν παρόν. Αλλά δεν ήταν. Ξαφνικά, μια στεντόρεια αντρική φωνή την έβγαλε από την ανάμνησή της:

«Αυτή είναι η κατάθεσή σας; Ότι ο σύζυγός σας σκότωσε τον διευθυντή σας;» την ρώτησε ο ψηλός άντρας, με τα λίγα αλλά περιποιημένα μαλλια, με το κοστούμι και την γραβάτα που έκανε μια καμπύλη καθώς περνούσε πάνω την κοιλιά του που την σκέπαζε το κουμπωμένο σακάκι του.

«Ναι, φυσικά», του απάντησε η Άννα, σταθερά και με σιγουριά.

Ο δικηγόρος υπεράσπισης που στεκόταν μπροστά της χαμήλωσε το κεφάλι και στράφηκε προς τους δικαστές. Η Άννα, εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως δεν βρισκόταν στο σπίτι της, στην κρεβατοκάμαρά της, δεν έβλεπε τηλεόραση και πρωινάδικα. Βρισκόταν σε μια δικαστική αίθουσα και έδινε κατάθεση ως μάρτυρας κατηγορίας στο φόνο του διευθυντή της, ο οποίος δεν την απέλυσε ποτέ, όπως εξήγησε με αποδεικτικά στοιχεία ο δικηγόρος.

Εκείνο που είχε συμβεί, όπως εξηγούσε ο δικηγόρος προς τους δικαστές και στο ακροατήριο ήταν πως η Άννα είχε υποστεί σεξουαλική κακοποίηση και το καταπιεσμένο ψυχικό τραύμα της την οδήγησε να πλάσει ψευδείς αναμνήσεις που όμως δεν υπήρξαν ποτέ πραγματικότητα. Ο δικηγόρος ήταν βέβαιος, καθώς αγόρευε, πως είτε κάποιος ειχε φροντίσει να της περάσει ψευδείς αναμνήσεις είτε τις δημιούργησε το ίδιο της το μυαλό.

«Οι καταπιεσμένες αναμνήσεις τραυματικών γεγονότων, όπως η σεξουαλική κακοποίηση», έλεγε ο δικηγόρος, «μπορεί να είναι η αιτία δημιουργίας ψευδών αναμνήσεων που δημιούργησε το ίδιο το κακοποιημένο άτομο για να ξεπεράσει το πραγματικό τραυματικό γεγονός». Υποστήριζε ότι στην επιστήμη, στον τομέα της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής, υπάρχουν συντριπτικές ενδείξεις ότι το μυαλό είναι ικανό να καταστείλει τις τραυματικές αναμνήσεις σεξουαλικής κακοποίησης, με πλαστές και ψευδείς αναμνήσεις που, όμως, το άτομο πιστεύει ακράδαντα ως αληθινές, δηλαδή ότι αυτά που θυμάται, συνέβησαν πραγματικά. Σύνδρομο ψευδούς ανάμνησης, ονομάζεται.

Με δυο λόγια, εκείνο που προσπαθούσε να κάνει ο δικηγόρος ήταν να πείσει το δικαστήριο ότι δεν υπήρχε καμία αξιοπιστία στην μαρτυρία της και ό,τι το δικαστήριο δεν μπορούσε να βασίζεται πάνω της. Μάλιστα, είχε σκοπό να το αποδείξει, όπως τόνιζε συνέχεια. Ανάμεσα σε αυτά που εκτόξευε συνεχώς ο δικηγόρος, τον άκουσε που είπε πως υπήρχαν στοιχεία πως η ίδια είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τον διευθυντή της – μα, τι σόι υπεράσπιση έκανε αυτός ο άνθρωπος; Μήπως τα έβγαζε κι αυτά από το μυαλό του ή… τα έβγαζε εκείνη από το δικό της;

Τώρα, η Άννα είχε βρεθεί σε μεγάλη σύγχυση. Δεν μπορεί να ήταν έτσι. Το θυμόταν, το είδε, το έζησε ήταν εκεί. Το βίωσε. Μα αν δεν έγιναν έτσι όπως τα θυμόταν… Αν πράγματι είχε πλάσει κάποιες εικόνες και κάποια πράγματα με το μυαλό της, όπως διατείνονταν ο δικηγόρος… τότε… ποιος σκότωσε τον διευθυντή της; Μήπως… μήπως τον σκότωσε η ίδια;… Όχι. Όχι. Αλήθεια, αναρωτήθηκε, ήταν “όχι, δεν το έκανα εγώ” ή μήπως ετοιμαζόταν να πλάσει μόνη της μία νέα ψευδή ανάμνηση ότι αυτή έκανε τον φόνο του διευθυντή της και σκόπευε να τον φορτώσει στον άντρα της που και αυτός την κακοποιούσε τακτικά; Όχι. Όχι. Το πιθανότερο ήταν πως ο δικηγόρος χρησιμοποιούσε αυτό το κόλπο με τις ψευδείς αναμνήσεις για να αθωώσει τον πραγματικό φονιά του διευθυντή της, δηλαδή, τον άντρα της. Σίγουρα, αυτή τη στιγμή, δεν μπορούσε να καταλήξει σε κάποιο ασφαλές συμπέρασμα για το ποια μπορεί να ήταν τα πραγματικά γεγονότα… όμως… σίγουρα, πίστευε, ότι μπορούσε να κάνει την εξής διαπίστωση:

Τελικά, όλοι οι άνθρωποι κρύβουμε ένα ανθρωπόμορφο τέρας μέσα μας – όσο κι αν θέλουμε να πιστεύουμε ότι είμαστε πράοι ή αθώοι. Και δεν είναι τα ερπετοειδή που μας κάνουν έτσι, επειδή δήθεν θέλουν να κυριαρχήσουν τον πλανήτη, όπως τα περιγράφουν οι θεωρίες συνωμοσίας, ούτε οι δαίμονες και ο Σατανάς που μπαίνουν μέσα μας, όπως θέλουν να πιστεύουν κάποιες θρησκείες. Όμως το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, είτε το φορτώνουμε σε φανταστικά όντα, είτε όχι. Τελικά, ναι… Υπάρχουν κάποιοι που ήδη γευματίζουν με τις ψυχές μας. Μπορεί να μην είναι τα ερπετοειδή, σίγουρα όμως είναι τα ερπετά που ζουν μέσα στους ανθρώπους. Ανθρωπόμορφα τέρατα που τρέφονται από τα σαρκικά και ψυχικά τραύματα κάθε είδους που προκαλούν. Στις σκέψεις αυτές, η Άννα λιποθύμησε και ο πρόεδρος του δικαστηρίου ανέβαλε την διεξαγωγή.

Στις μέρες δίκης που ακολούθησαν, η Άννα, εκεί που είχε πάει για μάρτυρας κατηγορίας βρέθηκε κατηγορούμενη. Όμως το δικαστήριο δεν δέχτηκε τις εισηγήσεις του δικηγόρου περί του συνδρόμου ψευδών αναμνήσεων. Κάποιες τις έκρινε ως ψευδοεπιστημονικές και κάποιες ως μη αποδείξιμες, οπότε και τις απέρριψε. Τελικά, στοιχεία και μάρτυρες, κατάφεραν να αποδείξουν ότι ένοχος για τον φόνο του διευθυντή της Άννας ήταν ο σύζυγός της, ο οποίος δεν το παραδέχτηκε και δεν το ομολόγησε ποτέ.

Όταν γύρισε σπίτι της, η Άννα κάθισε στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Δεν την άνοιξε. Κοιτούσε πέρα από αυτήν. Κοιτούσε το κενό. Προσπαθούσε να θυμηθεί. Αλλά δεν μπορούσε. Ίσως θα έπρεπε να πάει σε ειδικές συνεδρίες με ύπνωση για να θυμηθεί, όπως τις πρότειναν κάποιοι φίλοι. Αλλά ό,τι και να έδειχναν αυτές οι συνεδρίες, ό,τι και να θυμόταν, το δικαστήριο δεν θα τα δεχόταν ως πειστήρια. Οπότε δεν είχε κανένα νόημα. Δεν πειράζει. Ίσως να μην ήθελε να θυμηθεί κάποια πράγματα που άκουσε στο δικαστήριο ότι υπέστη. Καλά έμεναν εκεί που ήταν καταπιεσμένα. Της αρκούσε που ένιωθε ικανοποίηση. Τεράστια ικανοποίηση και άπειρη ανακούφιση για όλο το αποτέλεσμα: Τον φόνο του διευθυντή, την καταδίκη του συζύγου της και την τελική απόφαση του δικαστηρίου. Επιτέλους και κάτι δίκαιο στη ζωή της. Είχε απελευθερωθεί από εκείνο που καθόταν στο σβέρκο της, βαρύ κι ασήκωτο. Και καθόταν και στο στήθος της σαν φορτηγό τίγκα γεμάτο. Τόσο καιρό, γευμάτιζαν εκείνοι με την ψυχή της, σχεδόν σε καθημερινή βάση. Τώρα, είχε έρθει κι εκείνης η σειρά να γευματίσει με τις ψυχές τους.

diadrastika / Image by Anja Cocoparisienne from Pixabay