Τι ήταν και που βρίσκονταν τα «Ηλύσια Πεδία»
(«Νησιά των Μακάρων»)
Οι περισσότεροι από το γένος των ηρώων γνώρισαν την απλή μοίρα του θανάτου. Μια μικρή όμως μειοψηφία ευνοημένων ανθρώπων μεταφέρθηκαν από το Δία σε ένα ειδυλλιακό μέρος, στα νησιά των Μακάρων, στα οποία, σε αντίθεση με το σκοτεινό και ανήλιο Άδη, ο ήλιος λάμπει μέρα και νύχτα, χωρίς ποτέ να σκοτεινιάζει και οι κάτοικοί του (μόνιμοι ή φιλοξενούμενοι) ζουν μια ξέγνοιαστη παραδεισένια ζωή. Αρχικά η έκφραση «νήσοι Μακάρων» πρέπει να σήμαινε «τα νησιά των θεών», γιατί το επίθετο μάκαρες αναφέρεται κατεξοχήν σ’ αυτούς.
Είναι γνωστό ότι οι ολύμπιοι θεοί δε μένουν διαρκώς στον Όλυμπο. Συχνά πηγαίνουν σε ακραίες περιοχές της γης, όπου επισκέπτονται αγαπημένους τους λαούς, όπως λ.χ. στους Αιθίοπες ή στους Υπερβόρειους, όπου έρχεται τους χειμερινούς μήνες να «παραθερίσει» ο Θεός Απόλλων και αλλού. Μάλιστα στα πέρατα της γης βρίσκεται και ο κήπος των θεών (ο κήπος των Εσπερίδων), καθώς και διάφορα εξαιρετικά πλάσματα, όπως ο Χρυσάωρ, οι Γοργόνες, οι Σειρήνες κ.ά.. Παρομοίως και τα νησιά των Μακάρων, βρίσκονται σε μακρινή χώρα, «Παρ’ Ωκεανόν βαθυδίνην», εκεί όπου ορισμένοι θνητοί είχαν το προνόμιο να συνδειπνούν μαζί με τους θεούς.
Βασική προϋπόθεση της παραμονής στα νησιά των Μακάρων ήταν η «αθανασία» που χάριζαν οι θεοί στους αγαπημένους τους ήρωες και κυρίως σ’ αυτούς που σκοτώθηκαν στην Τροία ή στη Θήβα. Στις σκηνές των μαχών της Ιλιάδας διαφαίνεται συχνά η πεποίθηση ότι ένας θεός μπορούσε ξαφνικά να απομακρύνει τον εκλεκτό του ήρωα από τα μάτια των ανθρώπων και να τον μεταφέρει αόρατα μακριά με την αύρα.
Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση της Πηνελόπης, η οποία επιθυμεί να μεταφερθεί ζωντανή απ’ τις Άρπυιες, τις καταχθόνιες θεότητες του ανέμου. Μάλιστα η Πηνελόπη, για να εξηγήσει στην Άρτεμη την επιθυμία της να μεταφερθεί ζωντανή στη μακρινή και ξεχωριστή «χώρα των Νεκρών», θυμάται το λαϊκό μύθο που συνήθιζαν να λένε οι γυναίκες για τις κόρες του Πανδάρεω.
Στην Οδύσσεια ακόμη και μεγάλοι ήρωες όπως ο Αχιλλέας, ο Αίας και ο Αγαμέμνων παρουσιάζονται στον Άδη ως απλές σκιές. Αντίθετα ο Μενέλαος, μόνιμος τρόφιμος των νήσων Μακάρων, πληροφορείται απ’ τον θαλάσσιο γέροντα Πρωτέα ότι οι θεοί είχαν γι’ αυτόν αποφασίσει, μιας και ήταν άνδρας της Ελένης, δηλαδή γαμπρός του Δία, «να μην τον αφήσουν να πεθάνει σαν κοινός άνθρωπος στο παλάτι του, αλλά να τον στείλουν στα Ηλύσια Πεδία, που βρίσκονται στα πέρατα του κόσμου, εκεί όπου ζει ο ξανθός Ραδάμανθυς, εκεί όπου οι άνθρωποι ζουν ξέγνοιαστα, χωρίς να τους ταλαιπωρούν ούτε χιόνια ούτε βροχή κι ούτε βαρύς χειμώνας, μόνο πάντα ο Ωκεανός χύνει το ήσυχο αεράκι του γλυκόπνευστου Ζεφύρου, φέρνοντας ανάσα στους ανθρώπους».
Αντίθετα με την ομηρική εικόνα της μεταθανάτιας ζωής, η οποία είναι «έργο παραίτησης και όχι ελπίδας», βλέπουμε ότι οι στίχοι αυτοί φανερώνουν έναν αισιόδοξο κόσμο για τον οποίο τα ομηρικά ποιήματα γενικά σιωπούν. Στην άκρη του κόσμου, δίπλα στον ποταμό Ωκεανό, βρίσκεται το «Ηλύσιο Πεδίο», όπου ο ουρανός είναι πάντα καθαρός, όπως δηλαδή και στη χώρα των θεών. Η χώρα αυτή δεν αποτελεί τμήμα του βασιλείου του Άδη, βρίσκεται στην επιφάνεια της γης, αλλά όχι ως τόπος διαμονής των εξαϋλωμένων ψυχών, μιας και οι μεταφερμένοι απ’ τους θεούς κάτοικοί της δε «χωρίστηκαν από την ορατή υπόστασή τους». Βέβαια η μεθομηρική ποίηση είναι πλούσια σε αφηγήσεις «μεταφερμένων» ηρώων που σκοτώθηκαν αλλά επανήλθαν στη ζωή. Π.χ. οι δύο αντίπαλοι, ο Αχιλλέας και ο Μέμνονας, ελευθερώνονται από τη μοίρα των θνητών χάρη στις θεές-μητέρες τους. Τα νεκρά σώματά τους επανέρχονται στη ζωή, συνεχίζουν να ζουν, όχι ανάμεσα στους ανθρώπους ούτε ανάμεσα στους θεούς, αλλά σε μια απομακρυσμένη χώρα των θαυμάτων -ο Μέμνονας στην Ανατολή και ο Αχιλλέας στο «Νησί της Λευκής».
Όπως είδαμε παραπάνω, οι θεοί με τη θέληση και τη δύναμή τους υπόσχονται να «μεταφέρουν» το Μενέλαο ζωντανό σε απρόσιτη ευτυχισμένη χώρα, τη χώρα των μακάρων και όχι να του παραχωρήσουν αθάνατη ζωή στο σκοτεινό Άδη. Αυτοί λοιπόν οι ήρωες που «μεταφέρονται» στα Ηλύσια Πεδία δεν επηρεάζουν τον κόσμο των ζωντανών. Μολονότι μοιάζουν με τους θεούς στην αιώνια χαρά που τους παραχωρείται, δεν έχουν το παραμικρό μερίδιο στην παντοδυναμία τους, καθότι αυτός που κατέχει την αθανασία δεν κατέχει απαραίτητα και την «ισόθεον δύναμιν».
Έχουν δοθεί διάφορες ερμηνείες για την αφετηρία και το χαρακτήρα των μύθων για τους «μεταφερμένους» εκλεκτούς (ήρωες) των θεών σε τόπους κατοικίας σαν τα Ηλύσια Πεδία. Οι μύθοι αυτοί δεν προέρχονται από κάποια προηγούμενη επίγεια λατρεία, αλλά είναι αποτέλεσμα των ποιητικών (και όχι των θρησκευτικών) αναγκών. Ο Rohde αναφέρει ότι η ελεύθερη ποιητική φαντασία δημιούργησε το «τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης φιλοδοξίας για το Ηλύσιο Πεδίο με ειδυλλιακές σκηνές μιας ήρεμης, ευχάριστης καθημερινής ζωής».
Οι Έλληνες ποιητές είχαν ανέκαθεν τη δελεαστική φαντασίωση μιας απομακρυσμένης χώρας μακαριότητας, στην οποία θα ήταν δυνατόν να «μεταφερθούν» κάποιοι ξεχωριστοί θνητοί, ευνοημένοι των θεών. Βέβαια σε μεταγενέστερους χρόνους, όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας, οι κάτοικοι της Σπάρτης και της ευρύτερης περιοχής της Λακωνίας τιμούσαν με ιδιαίτερα «λαϊκό» τρόπο τον Μενέλαο και την Ελένη στη Θεράπνη, τον Αχιλλέα (τον «κύριο της Μαύρης Θάλασσας») στο «νησί της Λευκής» κοντά στον Ευρώτα, την «Αλεξάνδρα», η οποία ταυτίστηκε αργότερα με την Τρωαδίτισσα ηρωίδα Κασσάνδρα και λατρευόταν στις Αμύκλες. Παρόλα αυτά όμως η ομηρική επίδραση πρέπει να ήταν πολύ σημαντική στα μεθομηρικά έπη, αφού η λατρεία αυτών των ηρώων «υπήρξε αποτέλεσμα και όχι κίνητρο ή αιτία του μύθου».
Σχετικό με τους ήρωες είναι επίσης και το γνωστό έργο του Ησίοδου Έργα και Ημέραι (στ. 109-201). Εδώ ο Ησίοδος, με ακόμη περισσότερες λεπτομέρειες, παρουσιάζει το μύθο των Πέντε Εποχών των Ανθρώπων (Γένη), μεταξύ των οποίων ήταν και το τέταρτο γένος, που ήταν δικαιότερο και καλύτερο, καθώς ήταν το «ανδρών Ηρώων θείον γένος» (Ήρωες «Ημίθεοι»). Ο μύθος των γενών στην πραγματικότητα αποτελεί ένα δεύτερο αίτιο (μετά το μύθο του Προμηθέα και της Πανδώρας) στην προσπάθεια να δοθεί μια ερμηνεία για τις δυσκολίες που χαρακτηρίζουν τη ζωή του ανθρώπου πάνω στη γη. Ο μύθος αυτός φαίνεται ότι περιλάμβανε αρχικά μόνο τέσσερα μεταλλικά γένη (χρυσό, αργυρό, χάλκινο, σιδερένιο), το ένα χειρότερο από το άλλο. Σ’ αυτό το αρχικό σχήμα κάποιος (είτε ο ίδιος ο ποιητής είτε κάποιος πρόδρομός του) παρενέβαλε μεταξύ του χάλκινου και σιδερένιου γένους το γένος των Ηρώων (αυτών που πολέμησαν στην Τροία και τις Θήβες), το οποίο όμως διακόπτει την πορεία της παρακμής, αφού είναι καλύτερο απ’ το προηγούμενό του, το χάλκινο.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω γεννιούνται κάποια εύλογα ερωτήματα: Ποιος είναι ο λόγος που ορισμένοι εκλεκτοί ήρωες έχουν τέτοια εξαιρετική εύνοια από τους αθάνατους θεούς να μεταφέρονται -ακόμη και ζωντανοί- στους θεϊκούς παράδεισους; Η χώρα, στην οποία μεταφέρθηκαν ο Μενέλαος και οι υπόλοιποι ήρωες, ήταν ένας παράδεισος μόνο για τους ευσεβείς και τους δίκαιους ή για όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους;
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα, με βάση την ομηρική αντίληψη, είναι μάλλον αρνητική, καθώς ο Μενέλαος ποτέ δε διακρίθηκε ιδιαίτερα για τις υψηλές αρετές του στην ομηρική εποχή. Επομένως, ο λόγος αυτής της τύχης κάποιων επώνυμων ηρώων φαίνεται ότι δεν είναι ούτε η εύνοιά τους σε κάποιους «ηθικά καταξιωμένους» ούτε ο έρωτας των θεών ή κάτι ανάλογο, αλλά η στενή συγγένειά τους με τους θεούς. Ο Μενέλαος, στον οποίο, πριν ο θάνατος «ασκήσει τα φυσικά του δικαιώματα» επεμβαίνουν οι θεοί για να του χαρίσουν την αθανασία και να τον μεταφέρουν σ’ εκείνο το λιβάδι, στην άκρη του κόσμου (όπου τον περιμένει «η παραδεισένια άνετη ζωή» και ένα ευχάριστο κλίμα), είχε αυτήν την εύνοια επειδή απλά ήταν σύζυγος της Ελένης και συνεπώς γαμπρός του Δία. Παρομοίως και ο μόνιμος κάτοικος των Ηλυσίων, ο Ραδάμανθυς που, μολονότι όλοι ανεξαιρέτως οι μεταγενέστεροι ποιητές του αποδίδουν την προσωνυμία «Δίκαιος», δεν πρέπει να ήταν η αρετή ή κάποια ξεχωριστή ικανότητά του ο λόγος που του χάρισαν οι θεοί την αιώνια μακαριότητα. Απλά και αυτός, ως αδελφός του Μίνωα, ήταν επίσης γιος του Δία.
Όχι μόνο στον Όμηρο, αλλά και στον Ησίοδο δεν είναι η ανώτερη ηθική των ηρώων εκείνη που διέκοψε τη σειρά των διεφθαρμένων γενεών. Αυτό που διακρίνει την Ηρωική εποχή από τις άλλες είναι ο τρόπος που κάποιοι Ήρωες φεύγουν από την παρούσα ζωή χωρίς να πεθάνουν, αφού «μεταφέρονται» στις ειδυλλιακές Νήσους των Μακάρων.
Κατά συνέπεια, φαίνεται ότι μόνο αυτή η πολύ ευγενική καταγωγή (η στενή συγγένεια με τους θεούς), όπως προαναφέραμε, μπορεί να διαφυλάξει έναν άνθρωπο απ’ την κάθοδο στο κοινό βασίλειο «της ανέλπιδας ανυπαρξίας μετά τον αποχωρισμό της ψυχής απ’ το σώμα». Μόνο οι απόγονοι των θεών και των βασιλιάδων, δηλαδή η αριστοκρατία, είχε αυτήν την εκλεκτή μοίρα να μεταφερθούν στη χώρα της αιώνιας ευτυχίας. Όπως αναφέρει ο Παναγής Λεκατσάς, η παλιά παράδοση της προελληνικής μαγικοθεϊκής βασιλείας -ο βασιλιάς είναι ένας «θεός» και επομένως συγγενής των θεών- είναι αρκετά δυνατή για να επηρεάσει και τους αχαιούς βασιλιάδες του Ομήρου. Άλλωστε το προ-ελληνικό Ηλύσιο Πεδίο σε μεταγενέστερους χρόνους θα μετονομαστεί σε Νησιά των Μακάρων, στα οποία βασιλεύει ένας θεός-βασιλιάς, ο Κρόνος. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι πουθενά στον Όμηρο δεν αναφέρεται ένας γενικός κανόνας για όλους τους βασιλείς ή τους ήρωες.
Μετά απ’ όλα τα παραπάνω επανερχόμαστε στο ερώτημα: Μόνο ορισμένοι εκλεκτοί των θεών ήρωες είχαν τη δυνατότητα να «επισκεφθούν» τα Ηλύσια Πεδία και να απολαύσουν την «τρυφή του Παραδείσου»; Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αυτό πρέπει απαραίτητα να αναφερθεί στη μεταγενέστερη -μεθομηρική- ποίηση και στη λαϊκή πίστη, οι οποίες μετέβαλαν το χαρακτήρα του ομηρικού Ηλυσίου Πεδίου.
Καταρχάς πρέπει να τονίσουμε ότι και η μεθομηρική ποιητική φιλοδοξία συνέχισε να «μεταφέρει» ένα διαρκώς αυξανόμενο αριθμό λαμπρών προσωπικοτήτων «στη φωτεινότητα της αιώνιας ευτυχίας». Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Ε. Rohde, «ακόμη και τον 5ο π.Χ. αιώνα ένα λαϊκό τραγούδι μιλούσε για το Διομήδη σαν να μην είχε πεθάνει, αλλά να απολαμβάνει την αθάνατη ζωή στα “Νησιά των Μακάρων”».
Φαίνεται λοιπόν ότι οι ποιητές μεταγενέστερων εποχών, σε απομίμηση της ομηρικής φαντασίας, φαντάστηκαν τη μεταφορά πολλών άλλων ηρώων και ηρωίδων του μυθικού παρελθόντος στο Ηλύσιο Πεδίο ή Νήσους Μακάρων. Μάλιστα στη μεθομηρική εποχή και με την επίδραση των μυστικών λατρειών στο Ηλύσιο Πεδίο μπορούσαν να μεταβούν όλοι οι άνθρωποι, αρκεί να είχαν ζήσει με τρόπο έντιμο και ευχάριστο στους θεούς. Επίσης, σε αντίθεση με το ομηρικό Ηλύσιο που βρισκόταν στην επιφάνεια της γης, τώρα οι ποιητές τοποθετούν τα Ηλύσια Πεδία στο εσωτερικό της γης, δηλαδή σε μέρος απρόσιτο για όλους τους ζωντανούς, εκτός από τις εξαϋλωμένες ψυχές κάποιων εκλεκτών ηρώων.
Συνοψίζοντας αξίζει να επισημάνουμε γενικότερα ότι οι αντιλήψεις για τον θάνατο και τον Κάτω Κόσμο, καθώς και οι μεταθανάτιες ιδέες -λιγότερο σαφείς και ενιαίες από τις αντιλήψεις για τους θεούς- ήταν εκτεθειμένες σε μεγάλες και ριζικές μεταβολές. Έτσι, σύμφωνα με τη βασική αρχαιοελληνική αντίληψη ότι η ζωή συνεχίζεται μετά το θάνατο και ότι ο Κάτω Κόσμος δεν είναι παρά επανάληψη του Εδώ, οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι όλοι οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να ζουν και στην άλλη ζωή, όπως ακριβώς και πάνω στη γη. Βέβαια το ομηρικό έπος «αντιστάθηκε βίαια σε κάθε ιδέα συνειδητής ή δραστήριας ύπαρξης της ψυχής μετά το θάνατο». Η ομηρική αντίληψη περί θανάτου υπόσχεται στον άνθρωπο μόνο «ένα αδιάκοπο, άσκοπο φτεροκόπημα, δηλαδή μια ύπαρξη στερημένη από οποιαδήποτε ευχαρίστηση που θα την καθιστούσε αντάξια της ζωής».
Άλλωστε, από την ομηρική περί θανάτου αντίληψη λείπει το αίτημα της απονομής της δικαιοσύνης και συνεπώς της δικαίωσης των καλών ή αντίστοιχα της τιμωρίας των ασεβών και αδίκων. Στον ομηρικό Άδη δεν υπάρχουν ποινές και αιώνια βασανιστήρια. Αξίζει να επισημανθεί ότι η πρώτη ακριβής περιγραφή των τριών κριτών του Άδη, δηλαδή του Μίνωα, του Ραδάμανθυ και του Αιακού να δικάζουν τις πράξεις των ανθρώπων στη γη, εμφανίζεται αρχικά στον Πλάτωνα, σε μία απλή περιγραφή του άλλου κόσμου, χωρίς βέβαια να απηχεί τις λαϊκές πεποιθήσεις της εποχής του, αφού λίγο αργότερα η αττική λαϊκή φαντασία θα προσθέσει και τον Τριπτόλεμο στη θέση του Μίνωα. Βέβαια υπάρχει η γνωστή ιστορία με τους δεσμώτες (Τιτυός, Τάνταλος, Σίσυφος κ.λπ.) της ομηρικής Νέκυιας, αυτή όμως αφενός μεν εκφράζει περισσότερο τη δύναμη και όχι τη δικαιοσύνη των θεών, αφετέρου θεωρείται «ως μια μεταγενέστερη παρεμβολή από ορφικούς κύκλους».
Η παρεμβολή μάλιστα αυτή είναι «η αρχή της μετατροπής του Κάτω Κόσμου σε τόπο τιμωρίας των ασεβών, όπως τον διαμόρφωσαν οι Ορφικοί, οι οποίοι εμφανίζονται με την υπόσχεση να εξασφαλίσουν στους μυημένους “μακαριότητα” στον Άλλο Κόσμο, σε αντίθεση με τους αμύητους». Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Erwin Rohde κάνει λόγο για μια «επανορθωτική δικαιοσύνη», δηλαδή για μια λαϊκή αντίληψη που αυτήν την έχει κερδίσει τη λαϊκή αποδοχή, σχετικά με την ανταμοιβή των ενάρετων και την τιμωρία των ανόμων σε μια μέλλουσα ζωή. Πιο συγκεκριμένα ο Ε. Rohde επισημαίνει ότι αυτήν την περίοδο οι καταπιεσμένοι και οι ενδεείς που αισθάνονται ότι στερούνται τα αγαθά αυτού του κόσμου, σκέφτονται πολύ απλά ότι μετά θάνατον πρέπει να υπάρχει και γι’ αυτούς κάπου -πέρα από τα όρια αυτής της κοσμικής πραγματικότητας- ένας τόπος στον οποίο θα έχουν τη δυνατότητα «να απολαύσουν καρπούς που μόνο άλλοι (οι εκλεκτοί) επιτρέπεται να κόψουν στη γη».
Κατά συνέπεια, όσοι είχαν μυηθεί στα μυστήρια προσδοκούσαν το ευτυχισμένο μέλλον που είχαν φανταστεί. Αντίθετα, τους αμύητους τους περίμενε μια ζοφερή μοίρα. Αυτόν το διαχωρισμό των ανθρώπων σε δύο τάξεις, όπως δίδασκαν οι μυστηριακές λατρείες, τον βλέπουμε και στην κωμωδία του Αριστοφάνη (Βάτραχοι), κάτι που δείχνει ξεκάθαρα την αλλαγή που έχει συντελεσθεί από τη Νέκυια της Οδύσσειας. Βέβαια, στον Αριστοφάνη βλέπουμε ότι οι τιμωρίες που αρχικά προβλέπονταν για αυτούς που δεν ανήκουν στον ορφικό «τρόπο ζωής», τώρα εφαρμόζονταν σε όποιους υπέπιπταν σε ηθικά ατοπήματα της πολιτικής ζωής, όπως λ.χ. οι επίορκοι, οι πατροκτόνοι και οι βεβηλωτές των νόμων της φιλοξενίας. Και τούτο διότι οι πνευματικά αφυπνισμένοι άνθρωποι της εποχής είχαν συσχετίσει την ηθικότητα της θρησκευτικής ζωής με την ηθικότητα που έπρεπε να διέπει την καθημερινή ζωή τους ως πολιτών.
Συνεπώς, στον Ορφισμό και στις άλλες μυστικές λατρείες οφείλεται ο μετασχηματισμός της ομηρικής αντίληψης για το Ηλύσιο πεδίο ή αλλιώς Μακάρων νήσοι και από τόπος «μεταφοράς» και παραμονής αποκλειστικά για τους ζωντανούς εκλεκτούς ήρωες (Ησίοδος, Έργα 170-3) έγινε τόπος παραδεισένιας ευτυχίας για τις εξαϋλωμένες ψυχές όλων των δικαίων και κυρίως των μυημένων (και όχι αποκλειστικά μόνο κάποιων εκλεκτών ηρώων). Βέβαια στον «παράδεισο» δικαιούταν να πάει η ψυχή του νεκρού που θα είχε ζήσει μια ενάρετη ζωή και, κυρίως, που θα είχε μυηθεί σε μια μυστική λατρεία, ενωμένος στενά με κάποια θεότητα. Εάν αντίθετα κάποιος ήταν άδικος και ασεβής απέναντι στους θεούς, τότε μετά θάνατον η ψυχή του θα υποβαλλόταν σε φοβερά βασανιστήρια. Εάν πάλι δεν ήταν ούτε καλός ούτε κακός, η ψυχή του «παρέμενε» προσωρινά στον κήπο των ασφοδέλων, μέχρις ότου οι θυσίες των συγγενών του νεκρού «συγκινήσουν τους θεούς».
Ο Πίνδαρος μάλιστα, στο παλαιότερο κείμενό του με τίτλο «2ος Ολυμπιόνικος» (476 π.Χ.) σημειώνει για το Θήρωνα τον Ακραγαντίνο ότι υπάρχουν «τρεις δρόμοι στον Κάτω Κόσμο, τρεις δυνατότητες: όποιος έζησε με ευσέβεια και δικαιοσύνη βρίσκει στον Κάτω Κόσμο χαρούμενη ζωή, απαλλαγμένη από βάσανα, εκεί που τις νύχτες λάμπει ο ήλιος, ενώ οι κακοί υποφέρουν δεινά. Κατόπιν η ψυχή επιστρέφει στον Επάνω Κόσμο, όπου η τύχη της καθορίζεται από τις προηγούμενες πράξεις της• όποιος δοκιμαστεί τρεις φορές πηγαίνει στη Νήσο των Μακάρων».
Ολοκληρώνοντας την ενότητα αυτή θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην αναφερθούμε στις συνθήκες ζωής των Νήσων Μακάρων ή αλλιώς Ηλύσια Πεδία, αφού όμως υποσημειώσουμε κάποιες χρήσιμες πληροφορίες για την ετυμολογία της λέξης «Ηλύσιον».
Προηγουμένως αξίζει να επισημάνουμε ότι εάν παραβλέψουμε ότι τα Ηλύσια Πεδία σχετίζονται με κάμπους, πεδιάδες, λιβάδια, ενώ οι νήσοι των Μακάρων με μυθικά νησιά, οι δύο αυτοί παραδεισένιοι τόποι φαίνεται πως στη φαντασία των αρχαίων Ελλήνων ταυτίζονταν. Και οι δύο μυθικοί τόποι βρίσκονταν στα πέρατα της γης, κοντά ή πέρα απ’ τον Ωκεανό, και οι δύο έχουν τις ίδιες καιρικές συνθήκες και τέλος και στους δύο κυβερνήτες και δικαστές είναι ο Ραδάμανθυς, ο Αιακός και ο Μίνωας.
Ως προς τον τρόπο ζωής και τις κλιματολογικές συνθήκες που επικρατούσαν στους εξωτικούς αυτούς τόπους, αυτονόητο είναι ότι οι πηγές σκιαγραφούν την εικόνα ενός παραδείσου, ο οποίος χαρίζει στους εκλεκτούς ευνοημένους ό,τι δεν μπορούν να χαρούν σι κοινοί άνθρωποι πάνω στη γη.
Λεπτομερή τοπογραφική και κλιματολογική περιγραφή των Μακάρων νήσων και της χαρισάμενης ζωής που περνούν εκεί οι μάκαρες μας δίνει ο Λουκιανός (120-192 μ.Χ.) στο έργο του Αληθή Διηγήματα ή Αληθής Ιστορία (Β ). Στο έργο αυτό, το οποίο θεωρείται παρωδία των φαντασιόπληκτων μυθιστορημάτων της ελληνιστικής εποχής, περιγράφεται με λεπτομέρεια η ζωή στα «νησιά των Μακάρων» (κεφ. 5-3 1). Τα βασικά στοιχεία ενός εξωτικού παραδεισένιου τόπου (ξέγνοιαστη ζωή, ήπιο κλίμα, ανθόσπαρτοι κάμποι, ποτάμια με γάλα, μέλι και κρασί κτλ.) έχουν και εδώ κρατηθεί, η γνωστή όμως ειρωνική διάθεση του συγκεκριμένου συγγραφέα τον σπρώχνει να επινοήσει πλήθος εξωφρενικές λεπτομέρειες, ακριβώς για να μην αφήσει στον αναγνώστη αμφιβολία πως παραμυθολογεί. Άλλωστε με τη δική του δήλωση, στην αρχή του έργου (κεφ. Α’, 4), ο Λουκιανός διασαφηνίζει ότι στο έργο περιγράφει πράγματα που «ούτε τα έπαθε ούτε τα έμαθε από άλλους ούτε και έγιναν ποτέ»!
Αξίζει πάντως να γίνει μια σύντομη αναφορά σε μερικά μόνο στοιχεία της περιγραφής που κάνει ο Λουκιανός στο έργο του αυτό, καθώς της φαντασίας του τα δημιουργήματα ανήκουν ως ένα βαθμό στην περιοχή της μυθολογίας: Τα τείχη της πολιτείας των Μακάρων ήταν χτισμένα με σμαράγδια, τα σπίτια της υψώνονταν μαλαματένια, οι δρόμοι της ήταν στρωμένοι με φίλντισι, οι ναοί και οι βωμοί με μονόλιθους αμέθυστους (πολύτιμα πετράδια). Το έδαφος ήταν από ελεφαντοκόκαλο, ενώ γύρω από την πολιτεία τρέχει ένας ποταμός από την πιο διαλεχτή μυρωδιά. Όλα έχουν παραμυθένια ομορφιά, υπάρχει παντοτινή άνοιξη και οι «αναφείς και άσαρκοι» κάτοικοί της ζουν σε αιώνιο λυκαυγές, χωρίς να γερνούν πέρα από την ηλικία που είχαν όταν έφτασαν εκεί (στ. 12). Η χώρα στολίζεται από όλα τα είδη λουλουδιών. Τα πάντα είναι πολύ εύφορα, τα στάχυα βγάζουν έτοιμο ψωμί σαν μανιτάρια, τα αμπέλια καρποφορούν δώδεκα φορές το χρόνο, οι ροδιές, οι μηλιές και τα άλλα δέντρα δεκατρείς. Στην πολιτεία έβλεπες τριακόσιες εξήντα πέντε πηγές που έτρεχαν νερό, άλλες τόσες μέλι, και πεντακόσιες μικρότερες μύρο. Ρέουν επτά ποταμοί με γάλα και οκτώ με κρασί.
Στη συνέχεια ο συγγραφέας (ο Λουκιανός) και οι σύντροφοί του μετέχουν σε ένα συμπόσιο, όπου έχουν υπηρέτη τον άνεμο. Απ’ τα δέντρα αντί για καρπούς κρέμονται ποτήρια, τα οποία γεμίζουν μόνα τους κρασί κάθε φορά που κάποιος θέλει να πιει. Το γέλιο στη χώρα αυτή είναι άφθονο, καθώς οι Μάκαρες πίνουν από δύο πηγές, «η μεν γέλωτος, η δε ηδονής» (στ. 16).
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι την ίδια περιγραφή των Ηλυσίων Πεδίων κάνουν και οι Βυζαντινοί λογοτέχνες, εμφανώς επηρεασμένοι απ’ τον Λουκιανό. Δύο γνωστά εκτενή έργα, ο Τιμαρίων και ο Μάζαρις, είναι τα πιο χαρακτηριστικά των βυζαντινών σατιρικών καταβάσεων. Τέλος, και ο Βιργίλιος, στο έκτο βιβλίο της Αινειάδας, περιγράφοντας την κάθοδο του Αινεία στον Άδη για την αναζήτηση της Ευρυδίκης, αναφέρεται στα Ηλύσια Πεδία, με βάση τις ανάλογες ελληνικές περιγραφές.
egolpion.com και mythagogia / Image by baccus7 from Pixabay