ΑΥΤΟ που μας Κρύβουν για τον Προμηθέα Δεσμώτη
Το διαμάντι αυτό της ελληνικής μυθολογίας (και όχι μόνο της ελληνικής αλλά και της παγκόσμιας λογοτεχνίας) σκοπό έχει να διδάξει ότι η ανθρωπότητα μεγαλούργησε και πρόσφερε μόνο μέσα από τις προσωπικές θυσίες και την
πολιτική ανυπακοή!
ΧΟΡΟΣ: Σοφός αλήθεια, ήταν σοφός αυτός που πρώτος μες στο νου του το ζύγιασε και το ‘πε πως δεν είναι καλύτερο απ’ αυτό, γάμο να κάνεις μ’ ανθρώπους της σειράς σου, μήτε να θες να συγγενέψεις, όντας φτωχός, μ’ εκείνους που καυχιούνται για τα πολλά τους πλούτη, μήτε μ’ όσους για τη μεγάλη τους γενιά κομπάζουν. Ω Μοίρες πολυσέβαστες, ποτέ, ποτέ να μη με δείτε νύφη να φτάνω στο κλινάρι του Δία· μήτε απ’ τα ουράνια κανείς γαμπρός να με ζυγώσει. Γιατί φοβάμαι την Ιώ θωρώντας, την άπραγη κι αμάλαγη παρθένα, με κακοπλάνητους να τυραννιέται παραδαρμούς εξαφορμής της Ήρας. Δε με τρομάζει ο ταιριαστός γάμος· φοβάμαι μόνο την άφευχτη ματιά του να μη ρίξει πάνω μου των τρανών θεών ο έρωτας. Τι ο πόλεμος αυτός είναι απολέμητος, κι η ελπίδα του χωρίς ελπίδα (ον δε δέδια, μη κρεισσόνων θεών έρως άφευκτον όμμα προσδράκοι με. απόλεμος όδε γ’ ο πόλεμος, άπορα πόριμος· ούδ’ έχω τις αν γενοίμαν)· μήτε και ξέρω τι θ’ απογινόμουν γιατί δε βλέπω με ποιο τρόπο θα ξέφευγα τη θέληση του Δία.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ: Όμως ο Δίας, παρ’ όλο που κομπάζει με φουσκωμένο νου, θα ‘ρθει μια μέρα που ταπεινός θα γίνει, γιατί γάμο είναι έτοιμος να κάνει, που απ’ το θρόνο κι από την τυραννία θα τον γκρεμίσει·και του πατέρα Κρόνου θ’ αληθέψει τότε η κατάρα ολότελα, που εκείνος ξεστόμιζε καθώς απ’ τους αρχαίους έπεφτε θρόνους. Και τον τρόπο τέτοια πάθη για να ξεφύγει, άλλος κανένας θεός, εξόν εγώ, δε θα μπορούσε ξάστερα να του δείξει. Εγώ μονάχα τα ξέρω αυτά και πώς θα γίνουν.
Τώρα περήφανος ας κάθεται όλος θάρρη για τις ουρανοκρέμαστες βροντές του, το φλογοφόρο αστροπελέκι σειώντας στα χέρια. Όμως αυτά δε θα τον σώσουν καθόλου από βαθιά και ντροπιασμένα γκρεμίσματα ανεπίστροφα· ετοιμάζει τέτοιον αυτός αντίμαχο του, τέρας ακατανίκητο, που θα ‘βρει φλόγα του κεραυνού τρανότερη και βρόντο κι απ’ της βροντής φριχτότερον ακόμη, που και του Ποσειδώνα το κοντάρι, την κοσμοσείστρα τρίαινα, τη φοβέρα της θάλασσας, κομμάτια θα σκορπίσει. Κι όταν στη συμφορά βουλιάξει ετούτη, θα μάθει τότε πόσο ξέχωρο είναι αφέντης να ‘σαι ή να ‘σαι σκλάβος.
ΧΟ: Όσα ποθείς, αυτά του Δία φορτώνεις.
ΠΡ: Όσα θα γίνουν λέω κι όσα θέλω.
ΧΟ: Δούλος ελπίζεις πως θα γίνει ο Δίας σ’ άλλον;
ΠΡ: Και θα ‘χει πιο βαριά από τούτα πάθη.
ΧΟ: Τέτοια πετώντας λόγια δε φοβάσαι;
ΠΡ: Τι να φοβάμαι, θάνατο ως δεν έχω;
ΧΟ: Σε πόνους πιο τρανούς θα σε βουλιάξει.
ΠΡ: Τα πάντα εγώ προσμένω· να το κάνει.
ΧΟ: Σοφοί όποιοι την Αδράστεια προσκυνούνε.
ΠΡ: Καλόπιανε, προσκύνα, λάτρευε όποιον την εξουσία κατέχει. Μα για μένα πιο λίγο κι απ’ το τίποτα είναι ο Δίας. Τώρα ό,τι θέλει ας κάνει, ας κυβερνάει στο λίγο αυτόν καιρό’ τι ακόμη δε θα ‘ναι για πολύ θεών αφέντης. Μα να, βλέπω του Δία μαντατοφόρο, τον υπηρέτη αυτόν του νέου τυράννου· κάτι καινούριο βέβαια θα μας φέρνει.
(Μπαίνει ο Ερμής.)
ΕΡΜΗΣ: Εσένα το σοφό που ‘σαι γιομάτος χολή και πίκρα, που έχεις αμαρτήσει μπρος στους θεούς, τιμώντας τους ανθρώπους, εσένα της φωτιάς τον κλέφτη λέω· να φανερώσεις ο πατέρας σε προστάζει τους γάμους που κομπάζεις πως θα γίνουν αιτία να χάσει αυτός το θρόνο· λέγε ξέχωρα το καθένα και καθάρια, χωρίς αινίγματα, και μη με βάλεις δρόμους διπλούς να κάνω, Προμηθέα· Βλέπεις ο Δίας δε μαλάζεται με τέτοια.
ΠΡ: Βροντόλαλα, γιομάτα περηφάνια τα λόγια σου είναι, όπως ταιριάζει στον υπηρέτη των θεών. Καινούριοι τώρα με την καινούριαν εξουσία σ’ ατράνταχτους λογιάζετε πως ζείτε καστρόπυργους· μα εγώ δυο βασιλιάδες δεν είδα να γκρεμίζονται από τούτους; Τρίτος θα δω σκληρά και ντροπιασμένα να πέφτει αυτός που τώρα βασιλεύει. Μήπως λοιπόν θαρρείς πως τους φοβάμαι τους νέους θεούς και μπρος τους πως ζαρώνω; Αδύνατο να γίνει αυτό σε μένα. Κι εσύ το δρόμο που ήρθες πάρε πάλι· γιατί όσα με ρωτάς, δε θα τα μάθεις.
ΕΡ: Μ’ αυτές σου τις αυθάδειες και πρώτα σε τέτοιες συμφορές έχεις αράξει
ΠΡ: Εγώ τη δυστυχία μου, να το ξέρεις, δε θ’ άλλαζα ποτέ με τη σκλαβιά σου (της σης λατρειας την εμην δυσπραξιαν, σαφως επιστασ’, ουκ αν αλλαξαιμι εγώ).
ΕΡ: Κάλλιο στο βράχο τούτο θέλεις σκλάβος, παρά πιστός του Δία μαντατοφόρος;
ΠΡ: Πρέπει να βρίζεις έτσι, όπως σε βρίζουν.
ΕΡ: Φαίνεται καμαρώνεις τα δεινά σου.
ΠΡ: Ναι; Τους εχθρούς μου να ‘βλεπα όμοια να καμαρώνουνε· σ’ αυτούς βάζω και σένα.
ΕΡ: Φταίχτη κι εμένα λες στις συμφορές σου;
ΠΡ: Το λέω απλά: μισώ τους θεούς όλους που είδαν καλό από με κι αισχρά με βλάφτουν. (τους πάντας εχθαιρω θεους, οσοι παθοντες ευ κακουσι μ’ εκδικως).
ΕΡ: Μεγάλη βλέπω τρέλα σε κατέχει.
ΠΡ: Αν είναι τρέλα να μισείς εχθρούς σου.
ΕΡ: Αν ευτυχούσες, δε θα σ’ άντεχε κανένας.
ΠΡ: Αλίμονο.
ΕΡ: Το λόγο αυτόν ο Δίας δεν τον γνωρίζει.
ΠΡ: Ο Χρόνος που γερνά δάσκαλος σ’ όλα.
ΕΡ: Όμως κι εσύ δεν έμαθες γνωστικός να ‘σαι.
ΠΡ: Μα ναι, γιατί δε θα μιλούσα σ’ ένα δούλο.
ΕΡ: Βλέπω δε θ’ απαντήσεις στον πατέρα.
ΠΡ: Α να του πλέρωνα τη χάρη που χρωστάω!
ΕΡ: Με ανάμπαιξες σα να ‘μουνα παιδάκι.
ΠΡ: Ανόητος σαν παιδί τάχα δεν είσαι, κι ακόμα πάρα πάνω, άμα προσμένεις κάτι να μάθεις από μένα; Μήτε βασανιστήριο, μήδε τέχνη υπάρχει, για να με κάνει ο Δίας να μιλήσω, προτού με λύσει απ’ τ’ άτιμα δεσμά μου. Κι ας ρίξει τη λαμπαδιασμένη φλόγα, και με λευκόφτερου χιονιού νιφάδες και με βροντές μες απ’ τη γη βαθύχτυπες τα πάντα ας συνταράξει κι ας σαλέψει· δε με λυγάει τίποτα από τούτα, για να του πω απ’ το θρόνο πώς θα πέσει.
ΕΡ: Μα κοίταξε αν αυτά θα σ’ ωφελήσουν.
ΠΡ: Καιρό τα ‘χω κοιτάξει και ζυγιάσει.
ΕΡ: Βάλε μυαλό επιτέλους, μάταιο πείσμα, και μπρος στις συμφορές σου λογικέψου.
ΠΡ: Του κάκου ως κύμα οι συμβουλές σου πάνε. Ποτέ να μην περάσει απο το νου σου πως θα τρομάξω εγώ στου Δία τη γνώμη και σα γυναίκα θα γενώ, παρακαλώντας το μέγα πολυμίσητον εχθρό μου με θηλυκά φερσίματα ικεσίας, για να με λύσει απ’ τα δεσμά· ποτέ μου ετούτο.
ΕΡ: Όσα κι αν πω, θαρρώ, θα ναι χαμένα· τι εσύ δε μαλακώνεις διόλου, μήτε λυγάς στα παρακάλια μου· τα γκέμια δαγκώνοντας σα νιόζευχτο πουλάρι, λυσσάς το χαλινό σου για να κόψεις. Η ορμή σου όμως σε κούφια γνώμη στέκει. Και της αποκοτιάς το θράσος, δίχως κρίση σωστή, πιο λίγο αξίζει κι από ένα τίποτα. Στοχάσου ακόμη ποια βαρυχειμωνιά, άμα δε μ’ ακούσεις, και ποιων δεινών η ανεμοζάλη θα ‘ρθει να πέσει απάνω σου άφευχτα· και πρώτα το κοφτερό φαράγγι ετούτο με βροντές και με κεραύνιες φλόγες ο πατέρας θα το σπαράξει ακέριο, το κορμί σου βαθιά θα κρύψει, και θα σε βαστάξουν του βράχου αυτού τα σπλάχνα. Κι ως περάσει του Χρόνου μέγα μάκρος, στο φως πάλι θα βγεις· μα ο φτερωτός του Δία σκύλος, ο σαρκοβόρος αετός, θα σου ξεσκίζει το πληγωμένο σου κορμί με λύσσα και κάθε μέρα ακάλεστος θα φτάνει ξεφαντωτής και θα σου κατατρώει το μελανόχρωμο συκώτι. Τέρμα στον πόνο αυτόν μην καρτερείς, πριν κάποιος θεός τις συμφορές σου να σηκώσει και στον ανήλιαγο Άδη αντί για σένα στους άφεγγους κατέβει του Ταρτάρου βυθούς.
Σκέψου καλά, δεν είναι τούτα μονάχα κούφιος κομπασμός, μα λόγος που αλήθεια θα γενεί· δεν ξέρει ο Δίας ψέματα ν’ αραδιάζει, μα ό,τι λέει το κάνει πράξη ευθύς. Λοιπόν στοχάσου και πρόσεξε καλά, μήτε να βάλεις πιο πάνω απ’ τη σωστή γνώμη το πείσμα. Ο Ερμής σωστά μιλάει, λογιάζω· ζητά από σε το πείσμα σου ν’ αφήσεις και σκέψη μυαλωμένη να ‘βρεις· είναι ντροπή μεγάλη στο σοφό να σφάλλει. Τα μαντάτα που εφώναξε τούτος τα γνώριζα, διόλου δεν είναι ντροπή να παθαίνεις εχθρός από εχθρούς σου. Λοιπόν καταπάνω μου ας πέσει της φλόγας ο δίκλωνος βόστρυχος, της βροντής οι χτυπιές και των άγριων ανέμων η μπόρα ας σπαράξουν τον αιθέρα· ας τραντάξει της γης τα θεμέλια σεισμός βαθυτίναχτος, το κύμα του πόντου ανεβαίνοντας με τρίσβαθο βόγγο τους δρόμους τους ουράνιους ας πνίξει των άστρων, και στον άραχλο Τάρτατο ανάερο το κορμί μου να ρίξει, βαθιά στης Ανάγκης το στρόβιλο ρέμα· δεν μπορεί να μου δώσει το θάνατο.
ΕΡ: Μονάχα από μυαλό που ‘χει σαλέψει γίνεται να γρικήσεις τέτοια λόγια και τέτοιους στοχασμούς. Θολό δεν είναι οι ευχές του παραλόισμα και τρέλα; Όμως εσείς που για τα βάσανα του τον συμπονάτε, εμπρός, από τους τόπους αυτούς γοργά φευγάτε, μην τρελάνει και τα δικά σας φρένα της βροντής το άγριο μούγκρισμα.
ΧΟ: Άλλο τίποτα πες κι άλλες δος μου συμβουλές να με πείσεις· τα λόγια που ξεστόμισες, βέβαια δεν είναι μπορετό να τ’ ακούσω. Μια τέτοια ντροπή πώς προστάζεις να κάνω; Θέλω μαζί του να πάθω ό,τι να ‘ναι· να μισώ τους προδότες με δίδαξαν, κι απ’ αυτήν την αρρώστια καμιά δε σιγαίνομαι πιότερο.
ΕΡ: Όμως σκεφτείτε αυτά που σας προλέγω κι όταν η συμφορά σας κυνηγήσει, να μην κατηγορήσετε την τύχη, μηδέ ποτέ να πείτε πως ο Δίας σε ξαφνικά δεινά σας έχει ρίξει· όχι, μα εσείς μονάχες σας θα φταίτε. Τι ενώ το ξέρατε, ούτε απάντεχα ούτε κρυφά, μπλεχτήκατε έτσι δίχως σκέψη στο αφεύγατο του ολέθρου δίχτυ.
[Φεύγει ο Ερμής].
ΠΡ: Μα τώρα κοιτάχτε, στ’ αλήθεια
κι όχι με λόγια μονάχα τραντάζεται η γη.
Και μαζί της βροντής ο βαθύβουος
απ’ την άβυσσο αντίλαλος βόγγει, λαμπάζουν
αστραπής ολοφλόγιστοι κύκλοι
κι ανεβαίνει σε σύμπυκνα
στροβιλίσματα η σκόνη ψηλά·
των ανέμων τινάζονται αντίμαχες
οι πνοές και χτυπιούνται·
συνταράζεται αιθέρας και πόντος.
Τέτοια Διόσταλτη αντάρα
καταπάνω μου ορμώντας ζυγώνει,
ολοφάνερο τρόμο σκορπώντας. Ω πανσέβαστη μάνα, ω αιθέρα που τα πάντα τυλίγεις στο φως σου, κοιτάξτε πόσο άδικα πάσχω.
Αισχύλου, Προμηθέας Δεσμώτης
Έκδοση ΚΑΚΤΟΣ 1992, στίχοι 898-1107, σελίδες 103-119
Για την αντιγραφή: Γιώργος Φραγκούλης, Νικόλαος Μπαγιαρτάκης
logiosermis.net / Image by kozyrevaelena from depositphotos.com