Από τους μεγαλύτερους ναούς της αρχαιότητας
Ο ναός του Ολυμπίου Διός ή Ολυμπιείο ή οι Στύλοι του Ολυμπίου Διός είναι ένας σημαντικός αρχαίος ναός στο κέντρο της Αθήνας. Παρότι η κατασκευή του ξεκίνησε τον 6ο αιώνα π.Χ., δεν ολοκληρώθηκε παρά επί του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού τον 2ο αιώνα μ.Χ.. Αποτέλεσε τον μεγαλύτερο ναό της Ελλάδας κατά τους Ελληνιστικούς και Ρωμαϊκούς χρόνους. Ο ναός βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ακρόπολης και περίπου 700 μέτρα από το κέντρο της Αθήνας.
Τα θεμέλια του πρώτου ναού στο χώρο, είχε κτίσει ο τύραννος των Αθηνών Πεισίστρατος το 515 π.Χ. αλλά οι εργασίες σταμάτησαν όταν ο γιος του Πεισιστράτου, Ιππίας εξοστρακίστηκε το 510 π.Χ. Όταν ξεκίνησε στα αρχαϊκά χρόνια σχεδιάστηκε με βάση τους μεγάλους ναούς της Μικράς Ασίας. Θα ήταν δωρικού ρυθμού με μέγεθος στυλοβάτη 41μ Χ 108μ. Θα ήταν οκτάστυλος με διπλή σειρά κιόνων στις στενές πλευρές και 21 κίονες στις μακρές. Με την ίδρυση όμως της Δημοκρατίας, θεωρήθηκε ως έργο σύμβολο της τυραννίας και η οικοδόμηση σταμάτησε.
Κατά τη διάρκεια της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, ο ναός παρέμεινε ημιτελής, προφανώς επειδή οι Έλληνες της κλασσικής περιόδου θεωρούσαν ύβρι να κατασκευάζουν κτίρια τέτοιου μεγέθους. Στο έργο του Πολιτική ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον ναό σαν ένα παράδειγμα για το πώς τα τυραννικά καθεστώτα αναγκάζουν τον πληθυσμό να ασχολείται με τεράστια έργα, μην αφήνοντας τους χρόνο, ενέργεια και τρόπους αντίδρασης.
Αναφορά από τον Θουκυδίδη : « Ιστορίαι»
[2.15.4] τεκμήριον δέ• τὰ γὰρ ἱερὰ
ἐν αὐτῇ τῇ ἀκροπόλει (καὶ ἄλλων θεῶν ἐστὶ καὶ τὰ ἔξω
πρὸς τοῦτο τὸ μέρος τῆς πόλεως μᾶλλον ἵδρυται, τό τε τοῦ
Διὸς τοῦ Ὀλυμπίου καὶ τὸ Πύθιον καὶ τὸ τῆς Γῆς καὶ τὸ
<τοῦ> ἐν Λίμναις Διονύσου, ᾧ τὰ ἀρχαιότερα Διονύσια [τῇ
δωδεκάτῃ] ποιεῖται ἐν μηνὶ Ἀνθεστηριῶνι, ὥσπερ καὶ οἱ ἀπ’
Ἀθηναίων Ἴωνες ἔτι καὶ νῦν νομίζουσιν. ἵδρυται δὲ καὶ
ἄλλα ἱερὰ ταύτῃ ἀρχαῖα. [2.15.5] καὶ τῇ κρήνῃ τῇ νῦν μὲν τῶν
τυράννων οὕτω σκευασάντων Ἐννεακρούνῳ καλουμένῃ, τὸ δὲ
πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν Καλλιρρόῃ ὠνομασμένῃ,
ἐκεῖνοί τε ἐγγὺς οὔσῃ τὰ πλείστου ἄξια ἐχρῶντο, καὶ νῦν
ἔτι ἀπὸ τοῦ ἀρχαίου πρό τε γαμικῶν καὶ ἐς ἄλλα τῶν ἱερῶν
νομίζεται τῷ ὕδατι χρῆσθαι•
ΜΕΤΑΦ. Τούτο αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι οι ναοί όχι μόνον της Αθηνάς, αλλά και άλλων θεών, ευρίσκονται μέσα εις την Ακρόπολιν, και όσοι είναι έξω από αυτήν προς τούτο μάλλον το μέρος της πόλεως είναι κτισμένοι, ως λόγου χάριν ο ναός του Ολυμπίου Διος, του Πυθίου Απόλλωνος, της Γης, του Λιμναίου Διονύσου, εις τιμήν του οποίου εορτάζονται την δωδεκάτην του μηνός Ανθεστηριώνος τα αρχαιότερα Διονύσια, και την συνήθειαν αυτήν διατηρούν ακόμη και σήμερον οι Ίωνες, οι καταγόμενοι από τους Αθηναίους. Εις τον ίδιον άλλωστε χώρον είναι κτισμένοι και άλλοι αρχαίοι ναοί. [2.15.5] Και η κρήνη, η οποία σήμερον ονομάζεται Εννεάκρουνος, εκ του σχήματος το όποιον εδόθη εις αυτήν από τους Πεισιστρατίδας, αλλ’ η οποία τον παλαιόν καιρόν, πριν αποκαλυφθούν αι πηγαί, ωνομάζετο Καλλιρρόη, εχρησιμοποιείτο δε δια τας σπουδαιοτέρας περιστάσεις από τους ανθρώπους του καιρού εκείνου, λόγω του ότι ήτο πλησίον, και σήμερον ακόμη, ένεκα της παλαιάς αυτής συνηθείας, επικρατεί η χρησιμοποίησις του νερού της όχι μόνον εις τας προ του γάμου εορτάς, αλλά και εις άλλας ιεροτελεστίας.
Η μερική αποπεράτωση του ναού έγινε τον 3ο αιώνα π.Χ. κατά τη διάρκεια της Μακεδονικής πρωτοκαθεδρίας στον Ελληνισμό υπό την αιγίδα του βασιλιά Αντιόχου του Δ’ Επιφανούς, που προσέλαβε τον Ρωμαίο αρχιτέκτονα Κοσσούτιο να σχεδιάσει τον μεγαλύτερο ναό στον γνωστό τότε κόσμο. Όταν ο Αντίοχος πέθανε, το 164 π.Χ., η κατασκευή του ναού σταμάτησε ξανά.
Το 86 π.Χ., όταν οι Ελληνικές πόλεις εισήλθαν κάτω από Ρωμαϊκή κυριαρχία, ο στρατηγός Κορνήλιος Σύλλας πήρε 2 κολώνες από τον μισοτελειωμένο ναό στη Ρώμη για να διακοσμήσει το ναό του Δία στο λόφο του Καπιτωλίου. Οι κολόνες αυτές επηρέασαν την διάδοση και άνθιση του κορινθιακού ρυθμού στην Ρώμη.
Ο ναός ολοκληρώθηκε το 129 μ.Χ. (ή το 131 μ.Χ. κατά άλλους) τελικά από τον αυτοκράτορα Αδριανό που ήταν μεγάλος θαυμαστής του ελληνικού πολιτισμού Ο ναός κατασκευάστηκε από πεντελικό μάρμαρο και είχε 96 μέτρα μήκος στις άκρες του και 40 μέτρα στην ανατολική και δυτική πρόσοψη. Είχε 104 κολώνες Κορινθιακού ρυθμού, η κάθε μία 17 μέτρα ύψος, 2.6 μέτρα διάμετρο και βάρος 364 τόνους περίπου. 48 κολόνες στεκόταν σε τριπλή σειρά κάτω από τα αετώματα και 56 σε διπλή σειρά στα άκρα. Μόνο 15 από τις αρχικές κολόνες του ναού παραμένουν όρθιες σήμερα. Ένας θυελλώδης άνεμος έριξε μια κολόνα το 1852, η οποία βρίσκεται στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Ο Αδριανός αφιέρωσε τον ναό στον Δία. Ανέγειρε επίσης ένα τεράστιο χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στο σηκό του ναού. Τ’ αετώματα κοσμούνταν από πολλά αγάλματα, αλλά και σ’ ολόκληρο το ναό υπήρχαν αγάλματα και προτομές φημισμένων ανδρών.
Οι Αθηναίοι, για να δείξουν την ευγνωμοσύνη τους στον Αδριανό, του έκτισαν άγαλμα πίσω από τον ναό. Δυστυχώς κανένα από τα γλυπτά που κοσμούσαν τον ναό δεν έχει διασωθεί. Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς καταστράφηκε ο ναός, αλλά εικάζεται ότι, όπως και άλλα μεγάλα κτίρια στην Αθήνα, καταστράφηκε μάλλον από κάποιο σεισμό κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων και τα ερείπια του χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή άλλων κτιρίων.
Ο ναός ανασκάφηκε το 1889-1896 από τον Φράνσις Πένροουζ (Francis Penrose) της Βρεταννικής Αρχαιολογικής Σχολής της Αθήνας, το 1922 από το Γερμανό αρχαιολόγο Γκάμπριελ Βέλτερ (Gabriel Welter) και από το 1960 από Έλληνες αρχαιολόγους με επικεφαλής τον Ιωάννη Τραυλό.
Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι ο Πεισίστρατος ξεκίνησε την ανέγερση του ναού ακολουθώντας τη γνωστή τακτική πολλών άλλων τυράννων, οι οποίοι κρατούσαν τον πληθυσμό απασχολημένο, ώστε να μην εξεγείρεται ενάντια στη σκληρή διακυβέρνηση. Σύμφωνα με τον περιηγητή Παυσανία όμως, τον ναό είχε θεμελιώσει ο Δευκαλίωνας, ο γενάρχης των Ελλήνων, για να τιμήσει το Δία που τον έσωσε από τον κατακλυσμό. Με την πτώση της τυραννίας του Πεισίστρατου, η ανέγερση του ναού διακόπηκε. Λέγεται μάλιστα, ότι κομμάτια του χρησιμοποιήθηκαν για να χτιστεί το τείχος του Θεμιστοκλή, γύρω στα 479 π.Χ.
Από το 500 μ.Χ. ο ναός σταδιακά ερειπώθηκε και οι κολόνες άρχισαν να πέφτουν. Μέχρι τις αρχέςτου 19ου αιώνα όρθιες στέκονταν μόλις 16. Όμως μια φοβερή καταιγίδα το 1852 έριξε άλλη μία, η οποία κείται στην ίδια θέση μέχρι σήμερα.
Εκείνη την εποχή, ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, επηρεασμένος από το γεγονός, έγραψε το ποίημα: «Προς την υπό λαίλαπος δεινής κρημνισθείσαν στήλην του Oλυμπίου Διός» Και έτσι ξεκίνησε ο καυγάς… αρκετά αργότερα, βέβαια. Δεν μπορούμε να αποφασίσουμε αν πρέπει να λέμε «οι στήλες του Ολυμπίου Διός» ή «οι στύλοι του Ολυμπίου Διός». Ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία των Αθηνών συζητιέται μέχρι σήμερα όχι για τη γλώσσα του, αλλά για τη γραμματική του….
Ο αυτοκράτορας Αδριανός επισκέφτηκε την Αθήνα το 130-131 μ.Χ. όπου και παρέμεινε για αρκετούς μήνες. Η άφιξή του συνδυάστηκε με ένα λαμπρό γεγονός. Εγκαινίασε τον Ναό του Ολυμπίου Διός την κατασκευή του οποίου χρηματοδότησε. Έτσι ο ναός ολοκληρώθηκε με καθυστέρηση 600 περίπου χρόνων. Την ίδια εποχή, οι Αθηναίοι για να τιμήσουν την άφιξη του αυτοκράτορα, ανέγειραν δίπλα στο Ολυμπιείο μία αψίδα, την γνωστή σήμερα Πύλη του Αδριανού. Ο Αδριάνειος ναός, από τους μεγαλύτερους του αρχαίου κόσμου, Κορινθιακού ρυθμού, είχε μήκος 110,35μ., πλ. 43,68μ., δύο σειρές από 20 κίονες στις μακρές πλευρές και τρεις σειρές από 8 κίονες στις στενές.
Δέσποζε στο μέσο ενός μεγάλου ορθογωνίου περιβόλου με πρόπυλο στα βόρεια. Ο σηκός στέγαζε δύο υπερμεγέθη χρυσελεφάντινα αγάλματα του Δία και του αυτοκράτορα Αδριανού που λατρεύονταν εδώ ως σύμβωμοι, ενώ πλήθος αγαλμάτων και αναθημάτων στόλιζαν τον περίβολο.
ΤΑ ΑΛΛΑ ΚΤΙΣΜΑΤΑ
Ταυτόχρονα ο Ρωμαίος αυτοκράτορας έχτισε και άλλα ιερά νότια του Ολυμπιείου. Το βασικότερο από αυτά ήταν το ιερό του Πανελληνίου Διός. Επίσης υπήρχε και Βαλανείο την Ρωμαϊκή περίοδο όπως και ναός του Δελφινίου Απόλλωνα .
Ο ναός ερημώθηκε όταν έπαθε σοβαρές ζημιές από τους Ερούλους το 267 μ.Χ. Στη συνέχεια απετέλεσε λατομείο καθώς το μάρμαρό του χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή ασβέστη. Το 1436 από τους 104 κίονες είχαν απομείνει 21.
Στις 27 Απριλίου 1759 ο Τούρκος διοικητής της Αθήνας Τσισδαράκης ανατίναξε έναν ακόμα κίονα για να παρασκευάσει ασβέστη για το τζαμί που κατασκεύαζε. Σήμερα υπάρχουν 16 κίονες. Από αυτούς, ο ένας έπεσε κατά τη διάρκεια μίας καταιγίδας το 1852.
Ενδείξεις που προκύπτουν από τις ανασκαφικές έρευνες.
Είναι ένα από τα σπουδαιότερα και πιο πολυσύχναστα ιερά της αρχαίας Αθήνας, η τύχη του οποίου συνυφάνθηκε με τις πολιτειακές μεταβολές που σημειώθηκαν στην πόλη ανά τους αιώνες. Βρίσκεται νοτιοανατολικά της Ακροπόλεως, στο νότιο τμήμα της πόλης (περιοχή Ιλισσού). Βορείως του τεμένους διερχόταν δρόμος με γεωμετρικούς τάφους, ενώ στα νότια του ιερού ανακαλύφθηκαν προϊστορικά όστρακα καθώς και κεραμεική των αρχαϊκών και κλασσικών χρόνων. Οι ενδείξεις που προκύπτουν από τις ανασκαφικές έρευνες χρονολογούν τις απαρχές της λατρείας του Διός στην περιοχή στους πρώιμους ιστορικούς χρόνους. Μέσα σε έναν μεγάλο, ορθογώνιο περιτειχισμένο χώρο στέκονται μέχρι σήμερα 15 τεράστιοι κορινθιακοί κίονες, που κάποτε περιέβαλλαν τον μεγαλοπρεπή ναό του Ολυμπίου Διός («Ολυμπιείον»).
Ο ναός πρωτοχτίσθηκε μάλλον από τον Πεισίστρατο κατά το β΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. Είχε την μορφή περίπτερου ναού και σε μέγεθος ξεπερνούσε τον τότε ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη, αντανακλώντας την υπερηφάνεια της εξουσίας του επίγειου άρχοντα.
Στο δ΄ τέταρτο του 6ου αι. π.Χ. οι Πεισιστρατίδες έθεσαν σε εφαρμογή το μεγαλεπήβολο σχέδιο ανέγερσης ενός νέου, πελώριων διαστάσεων περίπτερου δωρικού ναού του Διός, που θα ανταγωνιζόταν σε όγκο και επιβλητικότητα τα τεράστια αρχαϊκά ναϊκά οικοδομήματα της Ιωνίας (το Ηραίον της Σάμου, το Αρτεμίσιον της Εφέσου -(440 π.Χ- και το Διδυμαίον της Μιλήτου-7ος αι.-).
Οι εργασίες για την αποπεράτωσή του διακόπηκαν με την πτώση της τυραννίδος το 510 π.Χ., όταν ο Ιππίας εκδιώχθηκε από την Αθήνα· τότε ο ναός είχε βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα (είχε φθάσει μόλις μέχρι το ύψος του στυλοβάτη). Μετά τα Μηδικά (479/8 και εξής) μέρος του οικοδομικού υλικού του Ολυμπιείου (σπόνδυλοι κιόνων) χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή της ανατολικής πλευράς της Θεμιστόκλειας οχύρωσης. Στα πρώιμα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου (γ΄τέταρτο 4ου αι. π.Χ.), ο Λυκούργος, ο τελευταίος Αθηναίος ιδρυτής οικοδομημάτων, επιχείρησε να ολοκληρώσει τον ναό, οι προσπάθειές του όμως δεν ευοδώθηκαν.
Οι εργασίες για την ανοικοδόμησή του επαναλήφθηκαν στα ελληνιστικά χρόνια από τον Αντίοχο Δ΄ τον Επιφανή (175-163 π.Χ.), πάνω σε σχέδια του Ρωμαίου αρχιτέκτονα Κοσσούτιου· ωστόσο, ο ναός δεν είχε τελειώσει όταν πέθανε ο Αντίοχος, με αποτέλεσμα να παραμείνει ημιτελής έως την εποχή της Ρωμαιοκρατίας.
Έπειτα από την επιδρομή του 86 π.Χ. στην Αθήνα, ο Σύλλας μετέφερε κίονες του ναού στην Ρώμη για την διακόσμηση του ναού του Καπιτωλίου Διός. Στους χρόνους του Οκταβιανού Αυγούστου (63 π.Χ.-14 μ.Χ.) έγιναν ανανεωτικές εργασίες σε περιορισμένο βαθμό με πρωτοβουλία ελασσόνων ηγεμόνων του διαλυμένου τότε συριακού βασιλείου (των Σελευκιδών), οι οποίοι θέλησαν να αφιερώσουν τον ναό στο genius του ρωμαίου αυτοκράτορα.
Τον εξωραϊσμό όλου του χώρου του ιερού και την αποπεράτωση του ναού ανέλαβε περίπου δύο αιώνες αργότερα, κατά την πενταετία 125-130 μ.Χ., ο φιλέλληνας αυτοκράτορας Αδριανός. Στην τελική του μορφή το κτίριο διαρθρωνόταν σε δίπτερο ναό κορινθιακού ρυθμού (πτερό 8 x 20), με προσθήκη και τρίτης κιονοστοιχίας στις στενές πλευρές, που εσωτερικά διακρινόταν σε τρία μέρη (πρόναο, σηκό, οπισθόδομο) και ίσως έφερε επιπλέον εσωτερικές ιωνικές κιονοστοιχίες κοντά στους εξωτερικούς τοίχους για την στήριξη της στέγης. Στον σηκό φυλασσόταν το κολοσσιαίο λατρευτικό χρυσελεφάντινο άγαλμα του Διός και κοντά σε αυτό ανδριάντας του Αδριανού, που λατρεύτηκε επίσης ως θεός στον ίδιο ναό.
Παράλληλα, ένας μεγάλος ορθογώνιος περίβολος, ενισχυμένος με αντηρίδες και με μνημειακή είσοδο με πρόπυλο στην βόρεια πλευρά του (κοντά στην βορειοανατολική γωνία), υψώθηκε προστατευτικά γύρω από τον ναό. Τέλος, σε θέση παρακείμενη προς τον ναό κατασκευάσθηκε η λεγόμενη Πύλη του Αδριανού, αυτοτελές αψιδόμορφο κτίσμα που λειτούργησε ως θριαμβικό τόξο, ανάλογο με αυτά που υπήρχαν σε πολλά σημεία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας· η οικοδόμησή του πρέπει να είχε ολοκληρωθεί το 131 μ.Χ., όταν ο αυτοκράτορας επισκέφθηκε την Αθήνα για να εγκαινιάσει τον ναό και, καθώς φαίνεται, πέρασε κάτω από την αψίδα κατά την είσοδό του στο ιερό του Διός.
Η σταδιακή καταστροφή του Ολυμπιείου στις περιόδους που ακολούθησαν οφειλόταν μάλλον σε φυσικά αίτια (σεισμούς), ενώ σοβαρώτατες βλάβες προξένησαν και οι Τούρκοι(Οθωμανοί) , οι οποίοι μετέβαλαν τους κίονες σε ασβέστη για την αντιμετώπιση οικοδομικών αναγκών.
Στους τελευταίους χρόνους της Τουρκοκρατίας ένας μοναχός, γνωστός ως Στυλίτης, είχε εγκαταστήσει επάνω στο επιστύλιο των δυτικότερων κιόνων της νοτιοδυτικής γωνίας του ναού το κελί του, τα ερείπια του οποίου ήταν ορατά έως την εποχή του Όθωνος.
ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΜΩΝ
ΠΗΓΕΣ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ
- Η αρχαιολόγος Θ. Κυριακού
- www.eie.gr/αρχαιολογία της Πόλεως των Αθηνών
- www.mixanitouxronou.gr
- theancientweb.wordpress.com
- el.wikipedia.org
- www.ancientathens3d.com
- ΑΡΧΕΙΟ ΠΑΝΟΡΑΜΙΟΝ
- University of Michigan
- Gregorovius, Ferdinand (1904). Μεσαιωνική ιστορία των Αθηνών. Βιβλιοθήκη Μαρασλή. σελ. 97, 128, 133.
- Zeus worshippers want head for Acropolis, Καθημερινή (English edition), 17 Απριλίου,2006
ellinondiktyo / Image by Gelia78 from depositphotos.com