Πλούταρχος. Θεός των Ιουδαίων είναι ο Εγκόσμιος Διόνυσος των Ελλήνων
Ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς, στο έργο του Συμποσιακά Β’, στο 4ον Βιβλίο και συγκεκριμένα στο «Πρόβλημα Στ’» (στ.671e – 672c) και στο με τίτλο «Τίς ὁ παρ’ Ἰουδαίοις θεός» κεφάλαιο, λέγει ότι:
«Απορώντας με αυτό που λέχθηκε στο τέλος, ο Σύμμαχος είπε: “Επομένως, Λαμπρία, τον συμπατριώτη σου Θεό, τον Διόνυσο του Ευοί, που ξεσηκώνει τις γυναίκες και δέχεται τις τιμές που του αποδίδουν μέσα στη μανία τους, τον πολιτογραφείς και τον εισάγεις κρυφά στα απόρρητα δόγματα των Εβραίων; Ή μήπως υπάρχει όντως κάποια παράδοση που τον ταυτίζει με εκείνον;”. Ο Μοιραγένης όμως πήρε τον λόγο και είπε: “Άφησε τον Λαμπρία, διότι εγώ, που είμαι Αθηναίος, σου απαντώ και σου λέω πως δεν είναι διαφορετικός. Τα περισσότερα τεκμήρια για το θέμα αυτό είναι ρητά και διδάσκονται μόνο σε όσους μυούνται στα μέρη μας στην “Τριετηρική Παντέλεια”[1], ενώ όσα δεν απαγορεύεται να εκθέσει κανείς σε φίλους, τη στιγμή μάλιστα που βρισκόμαστε μπροστά στον οίνο και τα δώρα του Θεού, αν τούτοι μου το ζητήσουν, είμαι έτοιμος να σου τα πω“.
Καθώς όλοι τον καλούσαν και τον παρακαλούσαν να μιλήσει, είπε: “Πρώτα απ’ όλα ο καιρός (εποχή) και ο τρόπος της μεγίστης και τελειοτάτης εορτής τους, ταιριάζει στον Διόνυσο. Πράγματι, όταν τηρούν τη λεγόμενη νηστεία, πάνω στην κορύφωση του τρύγου, στρώνουν τραπέζια με κάθε είδους φρούτα κάτω από σκηνές και καλύβες πλεγμένες κυρίως από κλήματα και κισσό. Εξ άλλου, την πρώτη μέρα της εορτής ονομάζουν σκηνή. Λίγες μέρες αργότερα εορτάζουν άλλη εορτή, που δεν την ονομάζουν (…) με αινίγματα αλλά την αποκαλούν ξεκάθαρα “του Βάκχου”. Υπάρχει επίσης σε αυτούς και εορτή που γίνεται λιτανεία με κλαδιά και θύρσους, κατά την οποία, κρατώντας θύρσους, μπαίνουν στο ιερό. Αφού μπουν δεν ξέρουμε τι κάνουν, κατά πάσα πιθανότητα όμως τα όσα γίνονται είναι βακχικά: και σάλπιγγες μικρές χρησιμοποιούν για να καλέσουν τον Θεό, όπως ακριβώς οι Αργείοι στα Διονύσια, και άλλοι προχωρούν μπροστά παίζοντας κιθάρα, τους οποίους τους αποκαλούν Λευίτες, και το όνομα προέρχεται είτε από το “Λύσιος” ή πιο πιθανό, από το “Εύιος”. Αλλά και η εορτή των Σαββάτων δεν είναι, θαρρώ, τελείως άσχετη με τον Διόνυσο, διότι ακόμα και σήμερα πολλοί αποκαλούν τους Βάκχους, Σάβους και αυτή είναι η φωνή τους όταν τελούν τις οργιαστικές τελετές προς τιμή του Θεού, κάτι για το οποίο μπορεί να βρει επιβεβαίωση στον Δημοσθένη και στον Μέναδρο και δεν θα ήταν άστοχο να πει κανείς ότι το όνομα είναι πεποιημένο από ένα είδους παράκρουση(σόβησιν) που κατέχει τους βακχεύοντες.
Οι ίδιοι, εξ άλλου, μαρτυρούν υπέρ της παράδοσης αυτής, όταν εορτάζουν τα Σάββατα, όπου κυρίως καλεί ο ένας τον άλλον να πίνει και να μεθάει, και έχουν έθιμο, όταν τους εμποδίζει κάποια ανώτερη βία, να γεύονται τουλάχιστον σε κάθε περίπτωση οίνο άκρατο. Τούτα βέβαια θα μπορούσε να πει κανείς πως δεν είναι παρά πιθανοφανή. Ισχυρότατη διάψευση όμως για όσους έχουν αντίθετη γνώμη είναι ο αρχιερέας, ο οποίος πηγαίνει μπροστά στις εορτές φορώντας μίτρα, τυλιγμένος μέσα σε νεβρίδα χρυσοποίκιλτη, φορώντας ποδήρη χιτώνα και κοθόρνους, ενώ πολλά κουδουνάκια κρέμονται από τα ρούχα του, που ηχούν όταν βαδίζει, όπως ακριβώς και σε εμάς∙ παράγονται επίσης θόρυβοι κατά τα νυκτέλια και ονομάζονται χαλκόκροτοι οι παραμάνες τροφοί του Θεού∙ αλλά και ο σκαλισμένος θύρσος που βλέπουμε (…) στα πλάγια του Ναού και τα τύμπανα, τα οποία βέβαια δεν ταιριάζουν σε κανέναν άλλον από τους Θεούς περισσότερο παρά στον Διόνυσο. Επίσης, δεν κάνουν βέβαια προσφορές με μέλι στις ιερουργίες, επειδή θεωρείται ότι καταστρέφει τον οίνο ανακατεμένο μαζί του, αλλά αυτό χρησιμοποιούνταν στις σπονδές ως ποτό, προτού φανεί το αμπέλι. Επίσης, μέχρι σήμερα όσοι από τους βαρβάρους δεν φτιάχνουν οίνο πίνουν μελίτειον, μειώνοντας τη γλυκύτητά του με ρίζες που έχουν τη στυφή γεύση του οίνου, ενώ οι Έλληνες το ίδιο αυτό μείγμα προσφέρουν ως νηφάλιες σπονδές και μελίσπονδα (νερό, γάλα & μέλι), επειδή θεωρούν ότι η φύση του μελιού είναι κατ’ εξοχήν αντίθετη προς του οίνου. Για το ότι αυτές είναι οι πίστεις των Ιουδαίων ενδεικτικό σημείο όχι ασήμαντο είναι και το ότι ανάμεσα στις πολλές τιμωρίες που εφαρμόζουν μία είναι κυρίως η πιο ατιμωτική, η οποία απαγορεύει στους τιμωρούμενους να πίνουν οίνο για όσο χρόνο ορίσει αυτός που επιβάλλει την τιμωρία.»[2]
Στο δε προηγούμενο κεφάλαιο, «Πρόβλημα Ε’» (στ. 669e – 671e), όταν εξετάζοντας γιατί οι Ιουδαίοι δεν τρώνε χοιρινό («Πότερον οἱἸουδαῖοι σεβόμενοι τὴν ὗν ἢ δυσχεραίνοντες ἀπέχονται τῶν κρεῶνῃ»), λέγει ο Πλούταρχος ότι οι Ιουδαίοι αναφέρουν ότι ο θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο ονομάζεται εκ των Ιουδαίων Θαμμούζ ή Άδωνης, ακριβολογώντας λέγει:
«εάν λοιπόν πρέπει να προσλάβουμε τα μυθικά, στα οποία λέγεται μεν ότι ο Άδωνις υπό του συός σκοτώθηκε, τον δε Άδωνιν τον θεωρούν όχι άλλον από τον Διόνυσο, το ότι δε και οι δύο τελούν στις εορτές τα ίδια βεβαιώνει τον λόγο.»[3]
Έτσι λοιπόν βλέπουμε ούτε λίγο ούτε πολύ πως στα μυστήρια του “Τριετηρικού Διονύσου” στην Αθήνα με το όνομα «Τριετηρική Παντέλεια» διδασκόταν ότι ο θεός που οι Ιουδαίοι ονομάζουν Άδωνη είναι ο Θεός που οι Έλληνες ονομάζουν Διόνυσο – δηλ. ο Άδωνης (Θαμμούζ) των Ιουδαίων και ο Διόνυσος των Ελλήνων είναι μια και η αυτή θεότητα! (Ακόμα και η λέξη Άδωνις που υιοθέτησαν οι Ιουδαίοι ήταν ελληνικής επινόησης).
Πέραν αυτών στο θέμα τούτο – στις αντιστοιχίσεις των ονομάτων των θεών στους Αιγύπτιους, Έλληνες, Ρωμαίους & Ιουδαίους – έχει αναφερθεί και ο Ιωάννης Λυδός στο έργο του «Περί μηνών» όπου λέγει:
«Ότι πολλή η διαφωνία των θεολόγων περί του ποιος είναι ο παρά των Εβραίων τιμώμενος θεός. Οι Αιγύπτιοι και πρώτος ο Ερμής ο Τρισμέγιστος τον θεολογούσε ότι είναι ο Όσιρις, περί του οποίου λέγει ο Πλάτων στον “Τίμαιο” : “τι είναι το ΌΝ μεν το αεί, που δεν έχει γένεσι, και τι το γιγνόμενον, που δεν είναι ΟΝ ουδέποτε ;” Οι Έλληνες δε τον Ορφέως Διόνυσο έλεγαν αυτόν, διότι, όπως λέγουν αυτοί, προς το άδυτο του στα Ιεροσόλυμα ναού δεξιά & αριστερά των σταθμών του υπάρχουν άμπελοι πεποιημένοι από χρυσό που συγκρατούν τα παραπετάσματα του ναού τα πεποικιλμένα από πορφύρα & κόκκους, εξ ου και το εξέλαβαν ως ιερό του Διονύσου. Ο Λίβιος δε στην “καθόλου Ρωμαϊκή ιστορία” τον αναφέρει ως άγνωστον. Αυτό δε ακολούθως ο Λουκιανός λέγει ότι ο ναός στα Ιεροσόλυμα είναι αδήλου θεού, ο δε Νουμήνιος τον θεωρεί ακοινώνητο και πατέρα πάντων των θεών τον αναφέρει, που απαξιώνει να δεχτεί για τον εαυτό του οποιαδήποτε τιμή. Ο Ιουλιανός δε ο βασιλέας, όταν εκστράτευσε προς τους Πέρσες, έγραψε στους Ιουδαίους λέγοντας τους τα εξής: “Θα αναγείρω με κάθε προθυμία τον ναό του υψίστου θεού”. Για αυτήν την αιτία και κάποιοι εκ των απαίδευτων, ακόμη και για την περιτομή νόμισαν ότι είναι ο Κρόνος. Γιατί λένε ότι ο υψηλότερος των πλανητών είναι ο Κρόνος. Μη γνωρίζοντας ότι η περιτομή είναι σύμβολο το καθαρμού της νοητικής ψυχής, όπως λέγουν οι μυστικοί των Εβραίων, ότι δεν είναι Κρόνια τελετή η περιτομή. Από τους Άραβες οι λεγόμενοι Σκηνίτες κατά τον 13 έτος της ηλικίας τους περιτέμνουν τους παίδες τους όπως λέγει ο Ωριγένης, παρότι τιμούν την Αστάρτη αλλά όχι τον Κρόνο. Και οι Αιθίοπες δε τις κόγχες των γονάτων των νέων τους με καυτό σίδηρο σφραγίζουν για τον Απόλλωνα. Και ο Πορφύριος στο υπόμνημά του στα Χαλδαϊκά Λόγια τον “δις επέκεινα”[4] τουτέστιν τον δημιουργό των όλων αξιεί να είναι ο παρά των Ιουδαίων τιμώμενος θεός, τον οποίο ο Χαλδαίος δεύτερον μετά από τον “άπαξ επέκεινα”[5], τουτέστιν του αγαθού[6], θεολογεί. Οι περί τον Ιάμβλιχο και το Συριανό και τον Πρόκλο τον θεωρούν δημιουργό του αισθητού Κόσμου και τον αποκαλούν θεό της τετραστοίχου. Ο δε Ρωμαίος Βάρρων λέγει ότι οι Χαλδαίοι στα μυστικά τους τον ονομάζουν Ιαώ αντί του “φως νοητόν” στην Φοινίκων γλώσσα, όπως λέγει ο Ερέννιος. Και Σαβαώθ από πολλούς λέγεται, δηλ. ο υπερ τους 7 πόλους, τουτέστιν ο δημιουργός.»[7]
Συγκρατούμε τα εξής για τον παρά των Ιουδαίων τιμώμενο θεό:
«Οι Έλληνες δε τον Ορφέως Διόνυσο έλεγαν αυτόν το Άδωνη των Ιουδαίων, διότι, όπως λέγουν αυτοί, προς το άδυτο του στα Ιεροσόλυμα ναού δεξιά & αριστερά των σταθμών του υπάρχουν άμπελοι πεποιημένοι από χρυσό που συγκρατούν τα παραπετάσματα του ναού τα πεποικιλμένα από πορφύρα & κόκκους, εξ ου και το εξέλαβαν ως ιερό του Διονύσου.»
«Ο Ιουλιανός δε ο βασιλέας, όταν εκστράτευσε προς τους Πέρσες, έγραψε στους Ιουδαίους λέγοντας τους τα εξής : “Θα αναγείρω με κάθε προθυμία τον ναό του υψίστου θεού”.»
«Οι περί τον Ιάμβλιχο και το Συριανό και τον Πρόκλο τον θεωρούν δημιουργό του αισθητού Κόσμου και τον αποκαλούν θεό της της τετραστοίχου.»
Επιπλέον ο Ιουλιανός, στις «Επιστολές, 89a.46 – 89a.64», λέγει περί του θεού που λάτρευαν οι Ιουδαίοι:
«Επειδή βλέπω την μεγάλη αδιαφορία μας προς τους θεούς και αναλογίζομαι ότι το σύνολο της ευλάβειας που οφείλουμε στις ανώτερες δυνάμεις έχει παραμεριστεί από μια ακάθαρτη & χυδαία μαλθακότητα, από καιρό τώρα δεν έχω πάψει να θρηνώ μέσα μου για όλα αυτά, την στιγμή που οι Ιουδαίοι είναι τόσο αφοσιωμένοι σε αυτή, ώστε προτιμούν να πεθάνουν γι’ αυτήν, προτιμούν να ανέχονται την φτώχεια και την πείνα, παρά να φάνε χοιρινό ή άλλο κρέας που δεν στραγγίστηκε το αίμα του αμέσως. Εμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι προς τους Θεούς ώστε λησμονούμε τα πάτρια και αγνοούμε ακόμη και το ότι κάποτε επιβλήθηκε κάποιος θεσμός. Πάντως εκείνοι είναι εν μέρει θεοσεβείς, αφού εκείνον που τιμούν […]είναι αληθινά παντοδύναμος & αγαθότατος και επιτροπεύει τον αισθητό κόσμο, θεός που, όπως γνωρίζω καλά, θεραπεύουμε και εμείς με άλλα ονόματα. Επομένως, μου φαίνεται φυσικό να μην παραβαίνουν στους νόμους του. Μοναδικό τους αμάρτημα είναι πως δεν θεραπεύουν και τους άλλους Θεούς και αρέσκονται μόνο σε αυτό τον Θεό, επειδή φαντάζονται ότι οι άλλοι Θεοί αρμόζουν μόνο σε μας από όλους τους λαούς, και παρασύρθηκαν σε αυτή την ύβρη από την βαρβαρική αλαζονεία τους».[8]
Δηλαδή ο θεός που οι Ιουδαίοι ονομάζουν Άδωνη και οι Έλληνες Διόνυσο, ο οποίος είναι ο δημιουργός της μεριστής ή δεύτερης δημιουργίας και μονάδα των εγκοσμίων θεών, αυτός ο Θεός ως μονάδα υποστασιοποιείται στους υπερκόσμιους θεούς: ο κατά τους Έλληνες Διόνυσος ή κατά τους Ιουδαίου Άδωνης είναι υπερκόσμιος θεός.
Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει αφενός ότι:
«ο Τίμαιος, επειδή είναι πυθαγόρειος, ακολουθεί τις αρχές των πυθαγορείων. Γιατί όσα έχει παραδώσει ο Ορφέας με μυστικό τρόπο και μέσω απόρρητων λόγων, αυτά ο Πυθαγόρας τα έμαθε αφού μυήθηκε στα Λίβηθρα της Θράκης από τον τελεστή Αγλαόφημο, ο οποίος του μετάδωσε τη σοφία που σχετικά με τους θεούς διδάχτηκε ο Ορφέας από τη μητέρα του, την Μούσα Καλλιόπη. Γιατί αυτά τα λέει ο ίδιος ο Πυθαγόρας στον “Ιερό Λόγο”. Ποιες, είναι, λοιπόν, οι “ορφικές παραδόσεις” (βλ. Ορφικό απ. Νο.85), εφόσον πιστεύουμε ότι πρέπει σε αυτές να αναγάγουμε τη διδασκαλία του Τίμαιου σχετικά με τους Θεούς; Ο Ορφέας έχει παραδώσει ότι υπάρχουν βασιλείς των Θεών, οι οποίοι “κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν”[9] εποπτεύουν τα πάντα: ο Φάνης, η Νύχτα, ο Ουρανός, ο Κρόνος, ο Ζευς και ο Διόνυσος.
Γιατί πρώτος ο Φάνης κατασκευάζει το σκήπτρο: “καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος”. Δεύτερη η Νυξ, “δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός” το σκήπτρο, τρίτος ο “Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός”, τέταρτος ο Κρόνος, “βιασάμενος”, όπως λένε, τον πατέρα του, πέμπτος ο Ζευς, [επί]”κρατήσας τοῦ πατρός”, και μετά από αυτόν ο Διόνυσος. Όλοι αυτοί, λοιπόν, οι βασιλείς ξεκίνησαν από ψηλά, από τους νοητικούς και νοητούς θεούς, και προχωρούν μέσω των μεσαίων τάξεων μέχρι τον ορατό Κόσμο, προκειμένου να ταχτοποιήσουν και όσα βρίσκονται εδώ κάτω. Γιατί ο Φάνης[10] δεν υπάρχει μόνο μέσα στους νοητούς θεούς αλλά και στους νοητικούς, δηλαδή στην δημιουργική βαθμίδα, και στους υπερκόσμιους και στους εγκόσμιους, και το ίδιο η Νυξ και ο Ουρανός. Γιατί οι ιδιότητές τους απλώνονται σε όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες. Και μήπως ο ίδιος μέγιστος Κρόνος δεν έχει τοποθετηθεί πριν από τον Δία και μετά την Δίιον βασιλεία, αφού “μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν”, και άλλος είναι μέσα στον ουρανό, άλλος “ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην”, άλλος μέσα στην σφαίρα των απλανών, άλλος μέσα στις σφαίρες των πλανητών, και το ίδιο και ο Δίας και ο Διόνυσος! Αυτά, λοιπόν έχουν δηλωθεί ρητώς από τους παλαιούς».[11]
Αφέτερου ότι:
«η βασιλική σειρά των θεών ξεκινά από τον Φάνη και καταλήγει στον δεσπότη ημών τον Διόνυσο και μεταβιβάζει το ίδιο το σκήπτρο από ψηλά, μέχρι την έσχατη βασιλεία, μόνο ο Κρόνος στον οποίο έλαχε η τέταρτη βασιλική βαθμίδα, αντίθετα προς τους άλλους, πήρε με υβριστικό τρόπο, κατά το μυθικό πρόσχημα, το σκήπτρο από τον Ουρανό και έδωσε εν συνέχεια στον Ζευς. Διότι και η Νύχτα το παίρνει από τον Φάνη με τη θέλησή του: “Το λαμπερό του σκήπτρο έβαλε στα χέρια της θεάς Νύχτας, για να έχει βασιλική τιμή” λέγεται στο ορφικό απ. Νο.86. Και ο Ουρανός παίρνει από τη Νύχτα με τη θέλησή της την κυριαρχία επί των πάντων. Το ίδιο και ο Διόνυσος είναι ο τελευταίος βασιλιάς των θεών παρά του Διός. Γιατί ο πατήρ τον ιδρύει εντός του βασιλικού θρόνου και του βάζει στο χέρι σκήπτρο και τον ποιεί βασιλέα των εγκόσμιων θεών: “Ακούστε θεοί. Τούτον εγώ βασιλέα σας τον τοποθετώ”, λέει ο Ζευς προς τους νέους Θεούς σύμφωνα με το ορφικό απ. Νο.190. Ο Κρόνος λοιπόν είναι ο μόνος που αφαιρεί εντελώς την βασιλεία από τον Ουρανό, και παραχωρεί την ηγεμονία στον Ζευς “τέμνοντας και τεμνόμενος” όπως λέγεται στο ορφικό απ. Νο.114.»[12]
Μάλιστα ο θείος Πρόκλος αφενός ότι:
«τον Διόνυσο οι θεολόγοι με αυτήν την προσωνυμία – νέο θεό – τον έχουν αποκαλέσει. Ο Διόνυσος είναι η μονάδα πάσης της δεύτερης ή μεριστής δημιουργίας. Γιατί ο Ζευς τον τοποθετεί βασιλέα απάντων των εγκοσμίων θεών και πρώτιστα σε αυτόν διανέμει τιμές, “αν και είναι νέος & νήπιος συνδαιτημόνας”. Εξ ου και τον Ήλιο συνηθίζουν να τον προσαγορεύουν νέο θεό (και “νέος κάθε ημέρα Ήλιος”, λέει ο Ηράκλειτος) επειδή μετέχει Διονυσιακής δυνάμεως.»[13]
Αφετέρου ότι:
«τα τρία είδη πολιτειών ανάγονται στις τρείς μορφές δημιουργίας, στην Δίιον, στην Διονυσιακή και Αδωνιακή (διότι κάθε πολιτικός τείνει στο να αποτελεί απεικόνιση ενός δημιουργού – εκείνος που κάνει τα πάντα κοινά είναι απεικόνιση του δημιουργού των όλων. Εκείνος που μοιράζει και διαχωρίζει αυτού που διακρίνει τα μέρη από το όλον. Εκείνος, τέλος, που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση & φθορά),»[14]
Αυτός που επανορθώνει όσα αλλοιώνονται αυτού που αποκαθιστά όσα υπόκεινται σε γένεση και φθορά είναι ο ορφικώς Άδωνης ή πλατωνικός εγκόσμιος Διόνυσος, ενώ αυτός που μοιράζει και διαχωρίζει αυτού που διακρίνει τα μέρη από το όλον είναι η μονάδα της μερικής ή 2ης δημιουργίας, η μονάδα/βασιλέας των εγκόσμιων πλατωνικώς “νέων θεών”, ο Φιλοσοφικά ονομαζόμενος Εγκόσμιος Νους ή Θεολογικά/ορφικώς αναφερόμενος Ζαγρέας Διόνυσος. Ενώ ο πρώτος στην αναφορά του Πρόκλου, ο καθολικός δημιουργός, είναι ο Πηγαίνος & νοητικός Ζεύς.
Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως:
«ο Ορφέας τοποθέτησε πριν από ολόκληρη τη διαιρεμένη δημιουργία έναν δημιουργό ο οποίος αντιστοιχεί στον ένα πατέρα που γεννά την καθολική δημιουργία, παράγει από αυτόν ολόκληρο το εγκόσμιο νοητικό πλήθος και τον αριθμό των ψυχών και τις σωματικές συστάσεις, καθώς αυτός γεννά όλα τούτα με ενωμένο τρόπο, ενώ οι θεοί γύρω από αυτόν διαιρούν και διαχωρίζουν τα δημιουργήματα του. Αλλά ο Ορφέας λέει ότι όλα τα άλλα δημιουργήματα του έχουν διαμελιστεί από τους διαιρετικούς θεούς και μόνο η καρδιά του παραμένει αδιαμοίραστη με πρόνοια της Αθηνάς. Γιατί, επειδή ο δημιουργός δίνει υπόσταση σε νόες, ψυχές και σώματα, αλλά οι ψυχές και τα σώματα δέχονται πάνω τους μεγάλη διαίρεση και διαμελισμό, ενώ ο νους μένει ενωμένος και αδιαίρετος μέσα σε ένα, αφού είναι τα πάντα και περιέχει όλα τα νοητά σε μία νόηση, λέει ο Ορφέας ότι μόνο η νοητική ουσία και ο νοητικός αριθμός έχει απομείνει διασωσμένος από την Αθηνά: “γιατί μόνο τη νοητική καρδιά άφησαν”, λέει ο Ορφέας, αποκαλώντας τη ρητώς νοητική, προφανώς είναι νους και νοητικός αριθμός, όχι όμως κάθε νους αλλά ο εγκόσμιος. Γιατί αυτός είναι η αδιαίρετη καρδιά, επειδή ο θεός που διαμελιζόταν ήταν ο δημιουργός αυτού του νου.
Αποκαλεί, λοιπόν, ο Ορφέας τον Νου αδιαίρετη ουσία του Διονύσου, ενώ αποκαλεί γεννητικά όργανα του τη ζωή που διαιρείται στο σώμα και είναι φυσική και παράγει σπέρματα, για την οποία λέει επίσης ότι η Άρτεμις, που είναι επικεφαλής ολόκληρης της γέννησης μέσα στη φύση και ξεγεννά τους φυσικούς Λόγους, την απλώνει από ψηλά μέχρι τα υποχθόνια, ενδυναμώνοντας τη γόνιμη δύναμη της. Και αποκαλεί την ψυχική σύσταση όλο το υπόλοιπο σώμα του θεού, το οποίο και αυτό έχει διαιρεθεί: “Μοίρασαν σε επτά μέρη όλα τα μέλη του νέου”, λέει ο θεολόγος για τους Τιτάνες, όπως και ο Τίμαιος διαιρεί την ψυχή σε επτά μέρη.
Μάλιστα, το ότι η ψυχή είναι απλωμένη σε ολόκληρο τον Κόσμο θα θυμίσει στους Ορφικούς τον διαμελισμό από τους Τιτάνες, λόγω του οποίου η ψυχή όχι μόνον καλύπτει ολόγυρα το σύμπαν, αλλά και είναι απλωμένη σε ολόκληρο το σύμπαν. Δικαιολογημένα, λοιπόν, και ο Πλάτωνας αποκάλεσε αδιαίρετη ουσία αυτή που βρίσκεται αμέσως πάνω από την ψυχή και, για να μιλήσουμε με συντομία, τον Νου που επιδέχεται την συμμετοχή της ψυχής, ακολουθώντας τους ορφικούς μύθους και θέλοντας να είναι κάτι σαν ερμηνευτής των απορρήτων παραδόσεων.»[15]
Η δεύτερη δημιουργία είναι η δημιουργία των μερών του Κόσμου και δημιουργός είναι ο Διόνυσος. Εποπτεύει την υγρή και θερμή γέννηση της οποίας σύμβολο είναι ο οίνος, ως θερμός και υγρός, για αυτό και σύμβολο του Διονύσου είναι ο οίνος.
Εξ και ο Πρόκλος λέγει πως:
«Ο Φιλόλαος αφιέρωσε τη γωνία του τριγώνου σε τέσσερις Θεούς, τον Κρόνο, τον Άδη, τον Άρη και τον Διόνυσο, συμπεριέλαβε μέσα σε αυτούς ολόκληρη την τετραμερή διακόσμηση των στοιχείων η οποία κατεβαίνει από ψηλά, είτε από τον ουρανό, είτε από τους τέσσερις τομείς του ζωδιακού. Ο Κρόνος δίνει υπόσταση σε ολόκληρη την υγρή και ψυχρή ουσία, ο Άρης σε ολόκληρη την έμπυρη φύση, ο Άδης συνέχει όλη την χθόνια ζωή και ο Διόνυσος εποπτεύει ολόκληρη την υγρή και θερμή γέννηση. Της οποίας σύμβολο είναι ο οίνος που είναι υγρό και θερμό.»[16]
Η τρίτη δημιουργία είναι η δημιουργία της υποσελήνιου περιοχής και δημιουργός είναι ο ορφικώς θεός Άδωνις ή πλατωνικώς εγκόσμιος Διόνυσος, για τον οποίο ο Ιάμβλιχος – στο «Σχόλια τον Πλάτωνα στον Σοφιστή Προοίμιο» – αναφέρει πως ο υποσελήνιος δημιουργός:
«είναι δημιουργός ειδώλων και καθαρτής ψυχών, που τις χωρίζει πάντα από τους αντίθετους λόγους, μεταβλητικός και “έμμισθος θηρευτής πλούσιων νέων”, ο οποίος υποδέχεται ψυχές που κατεβαίνουν από πάνω γεμάτες με Λόγους[17] και παίρνει από αυτές ως μισθό την χορηγία ζωής στα θνητά σύμφωνα με λογικές αρχές. Είναι συνδεδεμένος με το μη ον, επειδή δημιουργεί τα ένυλα και επειδή ασπάζεται το αληθινό ψεύδος, την ύλη. Αποβλέπει, ωστόσο, στο όντως ΌΝ. Αυτός είναι ο πολυκέφαλος, προβάλει πολλές ουσίες και ζωές, μέσα από τις οποίες κατασκευάζει την ποικιλία της γένεσης. Είναι επίσης γητευτής, καθώς γοητεύει τις ψυχές με Φυσικούς Λόγους[18], έτσι ώστε να τους γίνεται δύσκολο να αποσπαστούν από την γένεση. Διότι και ο έρωτας είναι γητευτής, αλλά και η Φύση έχει χαρακτηριστεί από κάποιους ως μάγος λόγω των φυσικών συμπαθειών & αντιπαθειών.»[19].
Στην βαθμίδα δε του ορφικώς Θεού Άδωνη και πλατωνικώς εγκόσμιου Διονύσου ανήκουν, αυτός δηλ. είναι η μονάδα τους, οι της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεοί ανάμεσα στους οποίους και η Ομηρική Κίρκη η οποία υφαίνει «τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν» και ταυτόχρονα με τις ωδές της «ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον».
Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει ότι:
«τις ποιητικές και γόνιμες δυνάμεις των θεών, τις οποίες προάγουν στο σύμπαν, τις αποκαλούμε τέχνες δημιουργικές, νοητικές, γεννητικές και τελεσιουργούς. Μάλιστα οι θεολόγοι των Ελλήνων μέσω αυτών υποδείχνουν τις θεϊκές δημιουργίες, καθώς αναφέρουν ότι οι Κύκλωπες είναι αίτιοι της τεχνικής δημιουργίας, αυτοί είναι που δίδαξαν τον Ζευς, την Αθηνά και τον Ήφαιστο, και ότι η Αθηνά, ανάμεσα στις άλλες τέχνες ξεχωριστά προστατεύει την υφαντική και ότι ο Ήφαιστος είναι έφορος της μεταλουργίας. Η δε υφαντική αρχίζει από την δέσποινα Αθηνά (“γιατί είναι ανώτερη από όλες τις αθάνατες να υφαίνει τον ιστό, και της υφαντικής τα έργα να πετυχαίνει” λέγεται στο ορφικό απ. Νο.135) και προχωρά στην ζωογόνο της Κόρης σειρά (καθώς αυτή, που μένει άνω, και όλος ο χορός της λέγεται ότι υφαίνει τον διάκοσμο της ζωής) και δέχεται την μέθεξη πάντων των εγκόσμιων θεών (καθώς ο ένας δημιουργός ορίζει στους νέους δημιουργούς να υφαίνουν μαζί με το αθάνατο το θνητό είδος ζωής) και τελειώνει με τους της γενέσεως επόπτες & προστάτες θεούς, ανάμεσα στους οποίους είναι και η ομηρική Κίρκη, η οποία υφαίνει “τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν”[20] και ταυτόχρονα με τις ωδές της “ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον”. Οι θεολόγοι των Ελλήνων, λοιπόν, συγκαταλέγουν την Κίρκη σε τούτες τις υφάντρες, ωστόσο, κατά πώς λένε, παρουσιάζουν “χρυσή” την νοητική και άχραντη ουσία της[21], άυλη και αμιγή προς την γένεσιν, λέγοντας επίσης ότι το έργο της διακρίνει τα “ἑστῶτα” από τα κινούμενα και τα χωρίζει κατά την θεϊκή ετερότητα.»[22]
Αυτό δηλ. εν ολίγοις που απεικονιζόταν από τους Έλληνες με την γιορτή, και όχι τελετή ή μυστήριο, προς τιμήν του ανθρώπου Άδωνη γιού του Κινύρα, πέραν της σποράς των ψυχών, της καθόδου τους στον Άδη προς κάθαρση και την επιστροφή τους στη θεία ζωή των Θεών, ήταν η παλιγγενεσία της υποσελήνιας περιοχής που επιτελείτο εξ αυτών των καθόδων και ανόδων των ψυχών. Η αυτή περιοχή, ο υποσελήνιος τόπος, και η παλιγγενεσία της, περιγράφεται στα μυθολογικά κείμενα από τους Έλληνες με τον Κάδμο και την 7-πυλη πόλη του.
Πέραν αυτών ο Ερμείας, στα «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 260.14 – 160.16» λέγει πως ο Πλάτων «καλεῖ, ἐπειδὴ τῶν ἐν γῇ φυομένων καὶ ἀποβιωσκομένων ὁ δεσπότης Ἄδωνις ἐφέστηκε, πᾶσα δὲ ἡ γένεσις καὶ φθορὰ ἡ περὶ ἡμᾶς κήποις ἔοικε». Δηλ. αφενός ο υποσελήνιος τόπος, η γένεσις και η φθορά, ονομάζεται «κήποι» του θεού Άδωνη ή εγκόσμιου Διόνυσου, αφετέρου κατά την διάρκεια της εν τη γενέσει ζωής μας, όταν δηλ είμαστε ένσαρκα όντα, τρεφόμαστε από την γύρω μας φύση και κυρίως από όσα φύονται/ γεννιούνται εντός τη γης.
Αλλωστε : <Αδώνιδος κῆποι> = ἐπὶ τῶν ἀώρων καὶ ὀλιγοχρονίων καὶ μὴ ἐῤῥιζωμένων.[23]
Μάλιστα συμφώνως με τον Ολυμπιόδωρος:
In Platonis Gorgiam commentaria 44.3.1 ` to In Platonis Gorgiam commentaria 44.4.7 ἰστέον ὅτι οἱ ἱστορικοὶ πολλὰ μυθώδη ὡς ἱστορίας λέγουσιν. οὕτως γοῦν φασὶν αὐτόχθονας εἶναι τοὺς Ἀθηναίους· καὶ μὴν μυθῶδες καὶ παντελῶς ἀνόητον. μῦθος γάρ ἐστιν ὅτι, ὅτε ὁ ῞Ηφαιστος ἀπέτεμεν τὴν κεφαλὴν τοῦ Διός, ἐξῆλθεν ἡ Ἀθηνᾶ, καὶ ἤρξατο διώκειν αὐτὴν ὁ ῞Ηφαιστος ὡς θέλων μιγῆναι, εἶτα μὴ καταλαβὼν ἀπεσπέρμαινεν ἐν τῇ γῇ, καὶ ἐγένετο ὁ Ἐριχθόνιος, ἐξ οὗ οἱ Ἀττικοί. ἰδοὺ οὖν ὅτι ταῦτα ὡς ἱστορίας οἱ ἱστορικοὶ παραλαμβάνουσιν, ἔδει δὲ κατὰ Πλάτωνα αὐτόχθονας εἰπεῖν. λέγει γὰρ αὐτὸς ὅτι «εἴπωμεν τοὺς ἐν <τῇ> πόλει αὐτόχθονας ψευσάμενοι Φοινικικόν τι» (ἔστι δὲ Φοινικικὸν τὸ τοῦ Κάδμου, ὅτι ἔσπειρεν ὀδόντας δράκοντος καὶ ἀνῆλθον)· «ὀδόντας οὖν ἂν θρέψωμεν τοὺς ἀνθρώπους ψευσώμεθα, καὶ εἴπωμεν αὐτοὺς αὐτόχθονας, ἵνα μὴ μόνον ὡς θρεψαμένην εὐεργετήσωσι τὴν πόλιν, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐνεγκαμένην, καὶ μὴ ὡς ξένοι πολιτεύσωνται». οὐ δεῖ οὖν τὰ μυθώδη παραδέχεσθαι, ἀλλ᾽ εἰδέναι ὅτι δράκων μέν ἐστιν ἡ μερικὴ τῶν ψυχῶν ζωή (ὥσπερ γὰρ οὗτος ἀποδύεσθαι τὸ γῆρας λέγεται, οὕτως καὶ ἡ ψυχὴ τῷ ἀεὶ ἔρχεσθαι εἰς τὴν γένεσιν νεάζει), γῆ δέ ἐστι τὸ περίγειον τῆς ψυχῆς φρόνημα, ὀδόντες δὲ τὸ μεριστὸν τῆς ζωῆς, ἐπειδὴ τοῖς ὀδοῦσι μερίζομεν τὴν τροφὴν καὶ καταλεαίνομεν.
Δηλαδή στον μύθο του Κάδμου και της – από αυτόν δημιουργηθείσας στην Βοιωτία – Θήβας:
Ο Δράκος = η μερική των ψυχών ζωή, η ένυλη ζωη.
Ο γη = το περίγειο της ψυχής φρόνημα
Τα δόντια δράκου = το μεριστό της ζωής, της ένυλης ζωής.
Όμως ο Ιεροκλής λέγει αφενός πως:
«Η “λογική ουσία”[24] έχοντας συμφυές σώμα παρά του δημιουργού οδηγήθηκε στο Είναι, ώστε αυτή να μην είναι το συμφυές σώμα της αλλά ούτε να υπάρχει χωρίς αυτό, αλλά η ίδια να είναι ασώματη και ολόκληρο το είδος της να περατώνεται σε ένα συμφυές σώμα.»[25]
Αφετέρου πως:
«Κάθε ήρωας είναι λογική ψυχή μετά φωτεινού σώματος και κάθε άνθρωπος ομοίως είναι λογική ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου σώματος, και αυτό ήταν των Πυθαγορείων δόγμα, το οποίο αποκάλυψε αργότερα ο Πλάτωνας, παρομοιάζοντας κάθε ψυχή, θεία και ανθρώπινη, με την ενωμένη δύναμη ενός πτερωτού ζεύγους ίππων και του ηνιόχου.»[26]
Επίσης ο Ιεροκλής λέγει πως:
«το άυλο σώμα είναι ένα είδος ζωής που γεννά την ένυλη ζωή, από την οποία συμπληρώνεται ο θνητός άνθρωπος, που αποτελείται από την άλογη ζωή και το υλικό σώμα, και αποτελεί είδωλο (ο θνητός άνθρωπος), του άυλου ανθρώπου που έχει συσταθεί από λογική/μαθηματική ουσία και άυλο σώμα.»[27]
Εξ ου και ο Πρόκλος λέγει πως:
«άνθρωπος είναι μια ψυχή αθάνατη η οποία χρησιμοποιεί αθάνατο σώμα. Αυτόν τον άνθρωπο, μάλιστα, πρέπει να τον διαχωρίσουμε από καθετί θνητό, προκειμένου να γίνει αυτός που ήταν πριν την πτώση εν τη γενέσει.»[28]
Συγκρατούμε πως:
<< το άυλο σώμα είναι ένα είδος ζωής που γεννά την ένυλη ζωή, από την οποία συμπληρώνεται ο θνητός άνθρωπος >>
<< κάθε άνθρωπος είναι λογική ψυχή μετά συμφυούς αθανάτου σώματος>>
Δηλαδή έχουμε:
Άυλο σώμα = άυλη ζωή => ένυλη/άλογη ζωή.
Θνητός υλικός άνθρωπος = άλογη/ένυλη ζωή + υλικό σώμα.
Αΐδιος άυλος άνθρωπος = λογική ουσία + άυλο σώμα(αύλη ζωή).
Άρα στον μύθο του Κάδμου και της από αυτόν δημιουργηθείσας στην Βοιωτία Θήβας:
Άυλο σώμα = άυλη ζωή => ένυλη ζωή = δράκος.
Δόντια Δράκου = η επιμέρους ζωή του κάθε βίου, τα μέρη του κάθε βίου.
Βέβαια ο Δαμάσκιος μας λέγει πως:
In Phaedonem 378.1 ` to In Phaedonem 378.9 «Τί δὲ δὴ τὰ Κάδμου, πῶς ἱλασόμεθα;» ἢ Κάδμος μὲν ὁ ὑποσέληνος κόσμος ὡς Διονυσιακός· διὸ καὶ Ἁρμονίᾳ σύνεστι τῇ θεῷ καὶ τῶν τεττάρων Βακχῶν πατήρ. δηλοῖ δὲ καὶ ὁ Πείσανδρος [frg. 21] θεολογῶν τὰ κατὰ Κάδμον ἐν τῷ μύθῳ ἐν ᾧ φησιν τὸν Κάδμον ὑποτίθεσθαι τῷ Διί, πῶς ἂν καταγωνίσαιτο τὸν Τυφῶνα. αἱ δὲ τὰ τέσσαρα στοιχεῖα Διονυσιακὰ ποιοῦσιν, Σεμέλη μὲν τὸ πῦρ, Ἀγαύη δὲ τὴν γῆν διασπῶσα τὰ οἰκεῖα γεννήματα, Ἰνὼ δὲ τὸ ὕδωρ ἐνάλιος οὖσα, καὶ Αὐτονόη δὲ τὸν ἀέρα ἡ λοιπή. «ἱλάσκεται» δὲ τὸν Κάδμον ἀποδεικνὺς τὴν ψυχὴν πάμπαν ἀθάνατον καὶ τόδε τὸ πᾶν οὐ θνητῶν μόνων οὐσιῶν οὐδὲ μακραιώνων δεκτικόν, ἀλλὰ καὶ παντάπασιν ἀθανάτων.
Δηλ έχουμε :
Κάδμος = ο υποσελήνιος κόσμος ως Διονυσιακός.
Σεμέλη = το πυρ
Αγαύη = το ύδωρ
Ινώ = το ύδωρ.
Αυτονόη = ο αήρ
Οπότε κατανοούμε ότι ο μύθος του Κάδμου περιγράφει την δημιουργία των υποσελήνιων όντων – κατά την τετραστοιχία. Η θανάτωση, λοιπόν, του δράκου από τον Κάδμο, με εντολή της Αθηνάς, είναι εικόνα του τεμαχισμού της μερικής ζωής των ψυχών και η ένωση της αυτής της ζωής με το σώμα, άλλωστε ο δράκος ήταν γιός του Άρεως.
Όμως συμφώνως με τον Πρόκλο:
«ο Άρης είναι αυτός που ακτινοβολεί στις σωματικές φύσεις την ισχύ, τη δύναμη και τη στερεότητα, όπως λέει ο Σωκράτης στον “Κρατύλο, 407.d”.»[29]
Η δε μητέρα του ήταν η Νύμφη Τέλφουσα. Όμως σύμφωνα με τον Ερμεία:
«Οι Νύμφες είναι έφοροι θεές της παλιγγενεσίας, υπουργοί του εκ Σεμέλης Διονύσου. Για αυτό και παρά του ύδατος είναι, τουτέστιν στην γένεση επιβαίνουν. Ο Δυόνυσος άρχει στην παλιγγενεσία ολόκληρου του αισθητού Κόσμου».[30]
«της γενέσεως προστάτιδες είναι οι Νύμφες, εκ των οποίων άλλες κινούν την αλογία, άλλες την Φύση, άλλες τα σώματα επιτροπεύουν. Αυτές λέγονται Ναϊάδες, Αμαδρυάδες και Ορεστιάδες».[31]
«οι Νύμφες είναι θείες ψυχές ανώτερες των ανθρώπινων ψυχών, οι οποίες επιτροπεύουν ολόκληρη της γενεση. Αυτές είναι θεές συνεργάτες του λόγιου και δεσπότου θεού Ερμή που δίδουν τη δόση του στον Κόσμο».[32]
Δηλαδή στον Μύθο του Κάδμου – και όσο αφορά την γέννηση των σπαρτών ανδρών – ο μύθος αφορά τους 5 τύπους υποσελήνιων όντων κατά αναλογία:
Ουδαίος, Χθόνιος, Πέλωρ, Υπερήνωρ και Εχίων.
Τις δε ένυλες-άλογες ζωές που δημιουργούνται τις υφαίνει η Κίρκη.
O θεός δε που οι Ιουδαίοι ονομάζουν Άδωνη και οι Έλληνες Διόνυσο, είναι ο αυτός θεός που οι Αιγύπτιοι ονομάζουν Όσιρι.
Εξ ου και ο Πλούταρχος ο Χαιρωνεύς λέγει ότι :
«Ότι ο Διόνυσος είναι ο αυτός Όσιρις, ποιος άλλος είναι πρέπον να το γνωρίζει παρά εσύ, ω Κλέα, η οποία είσαι αρχηίδα των εν Δελφοίς Θυιάδων και καθωσιωμένη εκ του πατρός και της μητρός σου στα ιερά του Οσίριδος ; Εάν δε, χάριν των άλλων, απαιτείται να παραθέσουμε αποδείξεις, τα μεν απόρρητα τα αφήνουμε κατά μέρος, όσα δε εμφανώς γίνονται εκ των ιερέων όταν θάπτουν τον Άπιν, όταν μεταφέρουν το σώμα του επί σχεδίας, ταύτα καθόλου δεν διαφέρουν της βακχείας. Και νεβρίδες φορούν και θύρσους φέρουν, και κραυγάζουν και κινήσεις κάνουν ακριβώς όπως οι κατεχόμενοι εκ των Διονυσιακών οργιασμών. Δια τούτο και ταυρόμορφο κατασκευάζουν τον Διόνυσο πολλοί εκ των Ελλήνων σε αγάλματα. Οι γυναίκες μάλιστα των Ηλείων και παρακαλούν ευχόμενες “με πόδι βοός να έλθει προς αυτές”.[33] Και στους Αργείους ο Διόνυσος επονομάζεται “βουγενής”. Τον φωνάζουν δε με σάλπιγγες να έλθει εξ ύδατος, ρίπτοντας στην άβυσσο άρνα στον Πυλούχο. Τις σάπλιγγες δε έπειτα κρύπτουν επιμελώς μέσα στου θύρσους, όπως έχει αναφέρει ο Σωκράτης στα γραφόμενά του περί των Οσίων, περί των Έφορων, δηλ., του Δελφικού Μαντείου. Πλήρως δε συμφωνούν και τα Τιτανικά και τα Νυκτέλια στους λεγόμενους διασπασμούς του Οσίριδος και τις αναβιώσεις και παλιγγενεσείες αυτού. Ομοίως και τα περί τις ταφές. Διότι και οι Αιγύπτιοι δεικνύουν σε πολλά μέρη τάφους του Οσίριδος και οι Δελφοί θεωρούν ότι πλησίον τους, παρά του χρηστηρίου έχουν αποτεθεί τα λείψανα του Διονύσου. Και οι Όσιοι[34] προσφέρουν θυσία απόρρητη εν τω ιερώ του Απόλλωνος, όταν οι Θυιάδες εγείρουν τον Λικνίτη.»[35]
[1] Η “Τριετηρική Παντέλεια” αφορά τον Τριετηρικό Διόνυσο, τον οποίο ο θειότατος Ορφέας υμνεί ως εξής :
Hymni 52.t ` to Hymni 52.13 {<Τριετηρικοῦ>, θυμίαμα ἀρώματα.} Κικλήσκω σε, μάκαρ, πολυώνυμε, † μανικέ, Βακχεῦ, ταυρόκερως, ληναῖε, πυρίσπορε, Νύσιε, λυσεῦ, μηροτρεφής, λικνῖτα, † πυριπόλε καὶ τελετάρχα, νυκτέρι᾽, Εὐβουλεῦ, μιτρηφόρε, θυρσοτινάκτα, ὄργιον ἄρρητον, τριφυές, κρύφιον Διὸς ἔρνος, πρωτόγον᾽, Ἠρικεπαῖε, θεῶν πάτερ ἠδὲ καὶ υἱέ, ὠμάδιε, σκηπτοῦχε, χοροιμανές, ἁγέτα κώμων, βακχεύων ἁγίας τριετηρίδας ἀμφὶ γαληνάς, ῥηξίχθων, πυριφεγγές, † ἐπάφριε, κοῦρε διμάτωρ, οὐρεσιφοῖτα, κερώς, νεβριδοστόλε, ἀμφιέτηρε, Παιὰν χρυσεγχής, † ὑποκόλπιε, βοτρυόκοσμε, Βάσσαρε, κισσοχαρής, † πολυπάρθενε καὶ διάκοσμε † ἐλθέ, μάκαρ, μύσταισι βρύων κεχαρημένος αἰεί.
[2] Quaestiones convivales 671.C.5 ` to Quaestiones convivales 672.C.4 Θαυμάσας οὖν τὸ ἐπὶ πᾶσι ῥηθὲν ὁ Σύμμαχος “ἆρ᾽” ἔφη “σὺ τὸν πατριώτην θεόν, ὦ Λαμπρία, “εὔιον ὀρσιγύναικα μαινομέναις ἀνθέοντα τιμαῖσι Διόνυσον” (Lyr. adesp. 131) ἐγγράφεις καὶ ὑποποιεῖς τοῖς Ἑβραίων ἀπορρήτοις; ἢ τῷ ὄντι λόγος ἔστι τις ὁ τοῦτον ἐκείνῳ τὸν αὐτὸν ἀποφαίνων;” ὁ δὲ Μοιραγένης ὑπολαβών “ἔα τοῦτον” εἶπεν· “ἐγὼ γὰρ Ἀθηναῖος ὢν ἀποκρίνομαί σοι καὶ λέγω μηδέν᾽ ἄλλον εἶναι· καὶ τὰ μὲν πολλὰ τῶν εἰς τοῦτο τεκμηρίων μόνοις ἐστὶ ῥητὰ καὶ διδακτὰ τοῖς μυουμένοις παρ᾽ ἡμῖν εἰς τὴν τριετηρικὴν παντέλειαν· ἃ δὲ λόγῳ διελθεῖν οὐ κεκώλυται πρὸς φίλους ἄνδρας, ἄλλως τε καὶ παρ᾽ οἶνον ἐπὶ τοῖς τοῦ θεοῦ δώροις, ἂν οὗτοι κελεύωσι, λέγειν ἕτοιμος.” Πάντων οὖν κελευόντων καὶ δεομένων “πρῶτον μέν” ἔφη “τῆς μεγίστης καὶ τελειοτάτης ἑορτῆς παρ᾽ αὐτοῖς ὁ καιρός ἐστιν καὶ ὁ τρόπος Διονύσῳ προσήκων. τὴν γὰρ λεγομένην νηστείαν ἀκμάζοντι τρυγητῷ τραπέζας τε προτίθενται παντοδαπῆς ὀπώρας ὑπὸ σκηναῖς καὶ καλιάσιν ἐκ κλημάτων μάλιστα καὶ κιττοῦ διαπεπλεγμέναις· καὶ τὴν προτέραν τῆς ἑορτῆς σκηνὴν ὀνομάζουσιν. ὀλίγαις δ᾽ ὕστερον ἡμέραις ἄλλην ἑορτήν, οὐκ (…) ἂν δι᾽ αἰνιγμάτων ἀλλ᾽ ἄντικρυς Βάκχου καλουμένην, τελοῦσιν. ἔστι δὲ καὶ κραδηφορία τις ἑορτὴ καὶ θυρσοφορία παρ᾽ αὐτοῖς, ἐν ᾗ θύρσους ἔχοντες εἰς τὸ ἱερὸν εἰσίασιν· εἰσελθόντες δ᾽ ὅ τι δρῶσιν, οὐκ ἴσμεν, εἰκὸς δὲ βακχείαν εἶναι τὰ ποιούμενα· καὶ γὰρ σάλπιγξι μικραῖς, ὥσπερ Ἀργεῖοι τοῖς Διονυσίοις, ἀνακαλούμενοι τὸν θεὸν χρῶνται, καὶ κιθαρίζοντες ἕτεροι προΐασιν, οὓς αὐτοὶ Λευίτας προσ ονομάζουσιν, εἴτε παρὰ τὸν Λύσιον εἴτε μᾶλλον παρὰ τὸν Εὔιον τῆς ἐπικλήσεως γεγενημένης. οἶμαι δὲ καὶ τὴν τῶν σαββάτων ἑορτὴν μὴ παντάπασιν ἀπροσδιόνυσον εἶναι· Σάβους γὰρ καὶ νῦν ἔτι πολλοὶ τοὺς Βάκχους καλοῦσιν καὶ ταύτην ἀφιᾶσι τὴν φωνὴν ὅταν ὀργιάζωσι τῷ θεῷ, οὗ πίστωσιν ἔστι δήπου καὶ παρὰ Δημοσθένους (18, 260) λαβεῖν καὶ παρὰ Μενάνδρου (fr. 1060), καὶ οὐκ ἀπὸ τρόπου τις ἂν φαίη τοὔνομα πεποιῆσθαι πρός τινα σόβησιν, ἣ κατέχει τοὺς βακχεύοντας· αὐτοὶ δὲ τῷ λόγῳ μαρτυροῦσιν, ὅταν σάββατα τελῶσι, μάλιστα μὲν πίνειν καὶ οἰνοῦσθαι παρακαλοῦντες ἀλλήλους, ὅταν δὲ κωλύῃ τι μεῖζον, ἀπογεύεσθαί γε πάντως ἀκράτου νομίζοντες. καὶ ταῦτα μὲν εἰκότα φαίη τις ἂν εἶναι· κατὰ κράτος δὲ τοὺς ἐναντίους πρῶτον μὲν ὁ ἀρχιερεὺς ἐλέγχει, μιτρη φόρος τε προϊὼν ἐν ταῖς ἑορταῖς καὶ νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος, χιτῶνα δὲ ποδήρη φορῶν καὶ κοθόρνους, κώδωνες δὲ πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος, ὑποκομποῦντες ἐν τῷ βαδίζειν, ὡς καὶ παρ᾽ ἡμῖν· ψόφοις δὲ χρῶνται περὶ τὰ νυκτέλια, καὶ χαλκοκρότους τὰς τοῦ θεοῦ τιθήνας προσαγορεύουσιν· καὶ ὁ δεικνύμενος ἐν τοῖς (…) ἐναντίοις τοῦ νεὼ θύρσος ἐντετυπωμένος καὶ τύμπανα· ταῦτα γὰρ οὐδενὶ δήπουθεν ἄλλῳ θεῶν ἢ Διονύσῳ προσῆκεν. ἔτι τοίνυν μέλι μὲν οὐ προσφέρουσι ταῖς ἱερουργίαις, ὅτι δοκεῖ φθείρειν τὸν οἶνον κεραννύμενον καὶ τοῦτ᾽ ἦν σπονδὴ καὶ μέθυ, πρὶν ἄμπελον φανῆναι· καὶ μέχρι νῦν τῶν τε βαρβάρων οἱ μὴ ποιοῦντες οἶνον μελίτειον πίνουσιν, ὑποφαρμάσσοντες τὴν γλυκύτητα οἰνώδεσι ῥίζαις καὶ αὐστηραῖς, Ἕλληνές τε νηφάλια ταὐτὰ καὶ μελίσπονδα θύουσιν, ὡς ἀντίθετον φύσιν μάλιστα τοῦ μέλιτος πρὸς τὸν οἶνον ἔχοντος. ὅτι δὲ τοῦτο νομίζουσι, κἀκεῖνο σημεῖον οὐ μικρόν ἐστι, τὸ πολλῶν τιμωριῶν οὐσῶν παρ᾽ αὐτοῖς μίαν εἶναι μάλιστα διαβεβλημένην, τὴν οἴνου τοὺς κολαζομένους ἀπείργουσαν, ὅσον ἂν τάξῃ χρόνον ὁ κύριος τῆς κολάσεως·
[3] Quaestiones convivales 671.B.6 ` to Quaestiones convivales 671.B.9 εἰ δὲ δεῖ καὶ τὰ μυθικὰ προσλαβεῖν, λέγεται μὲν ὁ Ἄδωνις ὑπὸ τοῦ συὸς διαφθαρῆναι, τὸν δ᾽ Ἄδωνιν οὐχ ἕτερον ἀλλὰ Διόνυσον εἶναι νομίζουσιν, καὶ πολλὰ τῶν τελουμένων ἑκατέρῳ περὶ τὰς ἑορτὰς βεβαιοῖ τὸν λόγον·
[4] Αυτός είναι κατά πως λέγει ο Πρόκλος ο Πηγαίος ή νοητικός Ζευς. Ο οποίος υποστασιοποιείται ως νους της 1ης τριάδας των νοητικών Θεών : Πηγαίος ή θείος Νους ή Κρόνος – Ρέα, ή Δύναμη του Κρόνου – Πηγαίος Ζευς, ή νους/διάνοια του Κρόνου. Είναι αυτός που κάνει ορατή την αόρατη δημιουργία του Κρόνου. Βλέπε σχετικώς στον “Πολιτκό” του Πλάτωνος περί της αόρατης βασιλείας-δημιουργίας του Πηγαίου ή νοητικού Κρόνου μετά του Πηγαίου ή νοητικού Διός και περί της ορατής βασιλείας-δημιουργίας του Πηγαίου ή νοητικού Διός μετά της Ειμαρμένης ή Φύσεως.
[5] Αυτός είναι κατά πως λέγει ο Πρόκλος ο Πηγαίος ή νοητικός Κρόνος, η υπερούσια, μεθεκτή & αυτοτελείς Ενάδα/Αγαθότητα των νοητικών θεών & δημιουργός της αόρατης δημιουργίας. Αυτός είναι η Ενάδα ή Ύπαρξη ή Πυρσός της 1ης τριάδας των νοητικών Θεών : Πηγαίος ή θείος Νους ή Κρόνος – Ρέα, ή Δύναμη του Κρόνου – Πηγαίος Ζευς, ή νους/διάνοια του Κρόνου.
[6] Εννοεί ότι ο Κρόνος έχει θέση μέσα στου νοητικούς θεούς ανάλογη με το υπερούσιο & αμέθεκτο, πλατωνικώς, Εν/Αγαθό, ή ορφικώς ο Χρόνος. Εξ ου και ο Πρόκλος, στο «Σχόλια στον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 109.1 – 109.8», λέγει ότι :
«Τον Κρόνο λόγω της αμέριστης, ενιαίας, πατρικής και αγαθοεργού φύσης του μεταξύ των νοητικών, μερικοί από τους παλαιούς θεολόγους τον ταύτιζαν με την μία αιτία των πάντων, χωρίς να το λένε όμως σωστά. Διότι είναι απλός ανάλογος της, όπως και οι Ορφικοί αποκαλούν την πρώτη αιτία των πάντων Χρόνο, με το ίδιο σχεδόν όνομα με τον Κρόνο, και οι θεοπαράδοτοι χρησμοί την θεότητα αυτή την χαρακτηρίζουν με το “ἅπαξ”, λέγοντας “ἅπαξ ἐπέκεινα”, διότι το “ἅπαξ” είναι αριθμητικό επίρρημα του “ένας” και έτσι συγγενεύει με το υπερούσιο & αμέθεκτο Έν/Αγαθό.»
in Cra 109.1 ` to in Cra 109.8 Ὅτι τὸν Κρόνον διὰ τὸ ἀμέριστον αὐτοῦ καὶ ἑνιαῖον καὶ πατρικὸν καὶ ἀγαθουργὸν ἐν τοῖς νοεροῖς εἰς ταὐ τόν <τινες> ἄγουσι τῇ μιᾷ τῶν πάντων αἰτίᾳ, οὐ καλῶς λέγοντες· ἀναλογεῖ γὰρ αὐτῇ μόνον, ὡς καὶ <Ὀρφεὺς> (frg 50) τὴν πρώτην πάντων αἰτίαν Χρόνον καλεῖ ὁμωνύμως σχεδὸν τῷ Κρόνῳ, αἱ δὲ <θεοπαράδοτοι φῆμαι> τὴν θεότητα ταύτην τῷ <ἅπαξ> χαρακτηρίζουσιν λέγουσαι <ἅπαξ ἐπέκεινα>· τὸ γὰρ <ἅπαξ> τῷ ἑνὶ συγγενές.
[7] Βλ. Ιωάννης Λυδός «Περί Μηνών, .53.1 – 4.53.47» :
Mens 4.53.1 ` to Mens 4.53.47 Ὅτι πολλὴ τοῖς θεολόγοις διαφωνὴ περὶ τοῦ παρ᾽ Ἑβραίων τιμωμένου θεοῦ καὶ γέγονε καὶ ἔστιν· Αἰγύπτιοι γὰρ καὶ πρῶτος Ἑρμῆς Ὄσιριν τὸν ὄντα θεολογοῦσιν αὐτόν, περὶ οὗ Πλάτων ἐν Τιμαίῳ λέγει· «τί τὸ ὂν μὲν ἀεί, γένεσιν δὲ οὐκ ἔχον, τί δὲ τὸ γινόμενον, ὂν δὲ οὐδέποτε;» Ἕλληνες δὲ τὸν Ὀρφέως Διόνυσον, ὅτι, ὡς αὐτοί φασι, πρὸς τῷ ἀδύτῳ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ ἐξ ἑκατέρων σταθμῶν τὸ πρὶν ἄμπελοι ἀπὸ χρυσοῦ πεποιημένοι ἀνέστελλον τὰ παρα πετάσματα ἐκ πορφύρας καὶ κόκκου πεποικιλμένα, ἐξ ὧν καὶ ὑπέλαβον Διονύσου εἶναι τὸ ἱερόν· Λίβιος δὲ ἐν τῇ καθόλου Ῥωμαϊκῇ ἱστορίᾳ ἄγνωστον τὸν ἐκεῖ τιμώμενόν φησι· τούτῳ δὲ ἀκολούθως ὁ Λούκανος ἀδήλου θεοῦ τὸν ἐν Ἱεροσολύμοις ναὸν εἶναι λέγει, ὁ δὲ Νουμήνιος ἀκοινώνητον αὐτὸν καὶ πατέρα πάντων τῶν θεῶν εἶναι λέγει, ἀπαξιοῦντα κοινωνεῖν αὐτῷ τῆς τιμῆς τινα· καὶ Ἰουλιανὸς δὲ ὁ βασιλεύς, ὅτε πρὸς Πέρσας ἐστρατεύετο, γράφων Ἰουδαίοις οὕτω φησίν· «ἀνεγείρω γὰρ μετὰ πάσης προθυμίας τὸν ναὸν τοῦ ὑψίστου θεοῦ»· δι᾽ ἣν αἰτίαν καί τινες τῶν ἀπαιδεύ των, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὴν περιτομὴν Κρόνον αὐτὸν εἶναι νομίζουσιν· ὑψηλότερος γάρ φασι τῶν πλανήτων ὁ Κρόνος· οὐ συνορῶντες ὅτι ἡ περιτομὴ σύμβολόν ἐστι τοῦ καθαρμοῦ τῆς νοερᾶς ψυχῆς, ὡς τοῖς μυστικοῖς τῶν Ἑβραίων δοκεῖ, ὅτι δὲ οὐ Κρονία τελετὴ ἡ περιτομή· καὶ Ἀράβων οἱ λεγόμενοι Σκηνῖται ἐπὶ τοῦ τρισκαιδεκάτου ἐνιαυτοῦ τοὺς ἑαυτῶν παῖδας περιτέμνουσιν ὡς Ὠριγένης λέγει, καίτοι Ἀστάρτην ἀλλ᾽ οὐ Κρόνον τιμῶντες· καὶ Αἰθίοπες δὲ τὰς κόγχας τῶν γονάτων τῶν νέων σιδηρῷ καυστικῷ σφραγίζουσι τῷ Ἀπόλλωνι. ὁ μέντοι Πορφύριος ἐν τῷ ὑπομνήματι τῶν λογίων τὸν δὶς ἐπέκεινα τουτέστι τὸν τῶν ὅλων δημιουργὸν τὸν παρὰ Ἰουδαίων τιμώμενον εἶναι ἀξιοῖ, ὃν ὁ Χαλδαῖος δεύτερον ἀπὸ τοῦ ἅπαξ ἐπέκεινα, τουτέστι τοῦ ἀγαθοῦ, θεολογεῖ. οἱ μέντοι περὶ Ἰάμβλιχον καὶ Συριανὸν καὶ Πρόκλον δημιουργὸν αὐτὸν τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου νομίζουσιν εἶναι καλοῦντες αὐτὸν τῆς τετραστοίχου θεόν· ὁ δὲ Ῥωμαῖος Βάρρων περὶ αὐτοῦ διαλαβών φησι παρὰ Χαλδαίοις ἐν τοῖς μυστικοῖς αὐτὸν λέγεσθαι Ἰάω ἀντὶ τοῦ φῶς νοητὸν τῇ Φοινίκων γλώσσῃ, ὥς φησιν Ἑρέννιος. καὶ Σαβαὼθ δὲ πολλαχοῦ λέγεται, οἷον ὁ ὑπὲρ τοὺς ἑπτὰ πόλους, τουτέστιν ὁ δημιουργός.
[8] Epistulae 89a.46 ` to Epistulae 89a.64 Ὁρῶν οὖν πολλὴν μὲν ὀλιγωρίαν οὖσαν ἡμῖν πρὸς τοὺς θεούς, ἅπασαν δὲ εὐλάβειαν τὴν εἰς τοὺς κρείττονας ἀπεληλαμένην ὑπὸ τῆς ἀκαθάρτου καὶ χυδαίας τρυφῆς, ἀεὶ μὲν οὖν ὠδυράμην ἐγὼ κατ᾽ ἐμαυτὸν τὰ τοιαῦτα, τοὺς μὲν ·····ων····είας σχολῇ προσέχοντας οὕτω διαπύρους ὡς αἱρεῖσθαι μὲν ὑπὲρ αὐτῆς θάνατον, ἀνέχεσθαι δὲ πᾶσαν ἔνδειαν καὶ λιμόν, ὑείων ὅπως μὴ γεύσαιντο μηδὲ κρέως του μὴ παραχρῆμα ἀποθλιβέντος, ἡμᾶς δὲ οὕτω ῥᾳθύμως τὰ πρὸς τοὺς θεοὺς διακειμένους, ὥστε ἐπιλελῆσθαι μὲν τῶν πατρίων, ἀγνοεῖν δὲ λοιπὸν εἰ καὶ ἐτάχθη πώποτέ τι τοιοῦτον. Ἀλλ᾽ οὗτοι μὲν ἐν μέρει θεοσεβεῖς ὄντες, ἐπείπερ ὃν τιμῶσι …, ἀλλ᾽ ἀληθῶς ὄντα δυνατώτατον καὶ ἀγαθώτατον, ὃς ἐπιτροπεύει τὸν αἰσθητὸν κόσμον, ὅνπερ εὖ οἶδ᾽ ὅτι καὶ ἡμεῖς ἄλλοις θεραπεύομεν ὀνόμασιν, εἰκότα μοι δοκοῦσι ποιεῖν τοὺς νόμους μὴ παραβαίνοντες, ἐκεῖνο <δὲ> μόνον ἁμαρτάνειν, ὅτι μὴ καὶ τοὺς ἄλλους θεούς, ἀρέσκοντες τούτῳ μάλιστα τῷ θεῷ, θεραπεύουσιν, ἀλλ᾽ ἡμῖν οἴονται τοῖς ἔθνεσιν ἀποκεκληρῶσθαι μόνοις αὐτούς, ἀλαζονείᾳ βαρβαρικῇ πρὸς ταυτηνὶ τὴν ἀπόνοιαν ἐπαρθέντες.
[9] Κατά την εξάδα.
[10] Είναι το νοητό υπόδειγμα ή σύμπαν στο οποίο αποβλέπει ο δημιουργός & πατέρας – ο νοητικός ή Πηγαίος Ζευς καταπίνει τον Φάνη λένε οι Ορφικοί. Ο δημιουργικός νους έπειτα δημιουργεί με την ουσία του και την ύπαρξή του το αισθητό σύμπαν.
[11] Βλ. Πρόκλος «Εις Τίμαιον Πλάτωνος, 3.168.7 – 3.169.9» :
in Ti 3.168.7 ` to in Ti 3.169.9 . ῥητέον δ᾽ οὖν τοῦτον τὸν τρόπον, ὅτι Πυθαγόρειος ὢν ὁ Τίμαιος ἕπεται ταῖς τῶν Πυθαγο ρείων ἀρχαῖς. αὗται δέ εἰσιν αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις• ἃ γὰρ <Ὀρφεὺς δι᾽ ἀπορρήτων λόγων> μυστικῶς παραδέδωκε, ταῦτα <Πυθαγόρας> ἐξέμαθεν <ὀργιασθεὶς ἐν Λεβήθροις τοῖς Θρᾳκίοις Ἀγλαοφάμω τελεστᾶ μεταδόντος> ἣν περὶ θεῶν <Ὀρφεὺς> σοφίαν <παρὰ Καλλιόπης τῆς μητρὸς ἐπινύσθη>• ταῦτα γὰρ αὐτός φησιν ὁ <Πυθαγόρας ἐν τῷ Ἱερῷ λόγῳ>. τίνες οὖν <αἱ Ὀρφικαὶ παραδόσεις> [frg. 85], ἐπειδήπερ εἰς ταύτας ἀναφέρειν οἰόμεθα χρῆναι τὴν τοῦ Τιμαίου περὶ θεῶν διδασκαλίαν; θεῶν βασιλέας παραδέδωκεν Ὀρφεὺς κατὰ τὸν τέλειον ἀριθμὸν τῶν ὅλων προεστηκότας Φάνητα Νύκτα Οὐρανὸν Κρόνον Δία Διόνυσον• πρῶτος γὰρ ὁ Φάνης κατασκευάζει τὸ σκῆπτρον• <καὶ πρῶτος βασίλευσε περικλυτὸς Ἠρικεπαῖος>• δευτέρα δὲ ἡ Νύξ, δεξαμένη παρὰ τοῦ πατρός, τρίτος δὲ <ὁ> Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτός, καὶ τέταρτος ὁ Κρόνος, βιασάμενος, ὥς φασι, τὸν πατέρα, καὶ πέμπτος ὁ Ζεύς, κρατήσας τοῦ πατρός, καὶ μετὰ τοῦτον ἕκτος ὁ Διόνυσος. οὗτοι δὴ πάντες οἱ βασιλεῖς ἄνωθεν ἀπὸ τῶν νοητῶν καὶ νοερῶν ἀρξάμενοι θεῶν χωροῦσι διὰ τῶν μέσων τάξεων καὶ ἐς τὸν κόσμον, ἵνα καὶ τὰ τῇδε κοσμήσωσι• Φάνης γὰρ οὐ μόνον ἐστὶν ἐν τοῖς νοητοῖς, ἀλλὰ καὶ ἐν τοῖς νοεροῖς, ἐν τῇ δημιουργικῇ τάξει καὶ ἐν τοῖς ὑπερκοσμίοις καὶ τοῖς ἐγκοσμίοις, καὶ Νὺξ καὶ Οὐρανὸς ὁμοίως• αἱ γὰρ ἰδιότητες αὐτῶν διὰ πάντων χωροῦσι τῶν μέσων. αὐτὸς δὲ ὁ μέγιστος Κρόνος οὐχὶ καὶ πρὸ τοῦ Διὸς τέτακται καὶ μετὰ τὴν Δίιον βασιλείαν, μετὰ τῶν ἄλλων Τιτάνων τὴν Διονυσιακὴν μερίζων δημιουργίαν, καὶ ἄλλος μὲν ἐν τῷ οὐρανῷ, ἄλλος δὲ ἐν τοῖς ὑπὸ σελήνην, καὶ ἐν μὲν τῇ ἀπλανεῖ ἄλλος, ἐν δὲ ταῖς πλανωμέναις ἄλλος, καὶ Ζεὺς ὁμοίως καὶ Διόνυσος; ταῦτα μὲν οὖν καὶ διαρρήδην <εἴρηται τοῖς παλαιοῖς>.
[12] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 105.10 – 105.32». —-
in Cra 105.10 ` to in Cra 105.32 τῆς βασιλικῆς τῶν θεῶν σειρᾶς ἀρχομένης μὲν ἀπὸ Φάνητος, καταντώσης δ᾽ εἰς τὸν δεσπότην ἡμῶν τὸν Διόνυσον καὶ τὸ αὐτὸ σκῆπτρον ἄνωθεν ἄχρι τῆς ἐσχάτης βασιλείας προαγούσης, μόνος ὁ Κρόνος, τὴν τετάρτην βασιλικὴν τάξιν κληρωσάμενος, παρὰ πάντας τοὺς ἄλλους ὑβριστικῶς δοκεῖ κατὰ τὸ μυθικὸν πρόσχημα προσδέχεσθαι καὶ ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ τὸ σκῆπτρον καὶ μεταδιδόναι τῷ Διΐ· καὶ γὰρ ἡ Νὺξ παρ᾽ ἑκόντος αὐτὸ λαμβάνει τοῦ Φάνητος· <σκῆπτρον δ᾽ ἀριδείκετον εἷο χέρεσσιν θῆκε θεᾶς Νυκτός, <ἵν᾽ ἔχῃ> βασιληΐδα τιμήν> (Orph. frg 86). καὶ ὁ Οὐρανὸς παρὰ τῆς Νυκτὸς ἑκούσης ὑποδέχεται τὴν ἐπικράτειαν τῶν ὅλων· καὶ ὁ Διόνυσος <ὁ> τελευταῖος θεῶν βασιλεὺς παρὰ τοῦ Διός· ὁ γὰρ πατὴρ ἱδρύει τε αὐτὸν ἐν τῷ βασιλείῳ θρόνῳ καὶ ἐγχειρίζει τὸ σκῆπτρον καὶ βασιλέα ποιεῖ τῶν ἐγκοσμίων ἁπάντων θεῶν· <κλῦτε, θεοί· τόνδ᾽ ὔμμιν ἐγὼ βασιλῆα τίθημι> (Orph. frg 190) λέγει πρὸς τοὺς νέους θεοὺς ὁ Ζεύς. μόνος δ᾽ ὁ Κρόνος καὶ ἀφαιρεῖται τὸν Οὐρανὸν τὴν βασιλείαν τελέως, καὶ τῷ Διῒ παραχωρεῖ τῆς ἡγεμονίας, <τέμνων καὶ τεμνόμενοσ>, ὥς φησιν ὁ μῦθος ( Orph. frg 114 ).
[13] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον του Πλάτωνος Τίμαιον, 3.310.30 – 3.311.6»:
in Ti 3.310.30 ` to in Ti 3.311.6 τὸν γὰρ Διόνυσον <οἱ θεολόγοι> [frg. 191] ταύτῃ τῇ προσηγορίᾳ κεκλήκασιν, ὃ δέ ἐστι πάσης τῆς δευτέρας δημιουργίας μονάς· ὁ γὰρ Ζεὺς βασιλέα τίθησιν αὐτὸν ἁπάντων τῶν ἐγκοσμίων θεῶν καὶ πρωτίστας αὐτῷ νέμει τιμάς, <καίπερ ἐόντι νέῳ καὶ νηπίῳ εἰλαπιναστῇ>. διὰ δὴ τοῦτο καὶ τὸν ῞Ηλιον νέον θεὸν εἰώθασι καλεῖν (καὶ <νέος ἐφ᾽ ἡμέρῃ ῞Ηλιοσ>, φησὶν <Ἡράκλειτοσ> [frg. 6D.]), ὡς Διονυσιακῆς μετέχοντα δυνάμεως.
[14] Βλ. Πρόκλος «Εις τας Πλάτωνος Πολιτείας Υπόμνημα, τόμος Β’ [συν.], 2.8.15 – 2.8.23» :
in R 2.8.15 ` to in R 2.8.23 Τῶν τριῶν πολιτειῶν εἰς τὰς τρεῖς δημιουργίας ἀναφερομένων, εἰς τὴν Δίιον, εἰς τὴν Διονυσιακήν, εἰς τὴν Ἀδωνιακήν (πᾶς γὰρ πολιτικὸς ἀπεικονίζεσθαι βούλεταί τινα δημιουργόν, ὁ μὲν πάντα κοινὰ ποιῶν τὸν τὰ ὅλα ποιοῦντα, ὁ δὲ νέμων καὶ διαιρῶν τὸν διελόντα ἀπὸ τῶν ὅλων τὰ μέρη, ὁ δὲ ἐπανορθῶν τὸ διάστροφον εἶδος τὸν τὰ γιγνόμενα καὶ φθειρόμενα ἀνυφαίνοντα), νῦν ὁ <Πλάτων> περὶ τῆς πρώτης διδάσκων πολιτείας μιμεῖται τὸν ὅλον δημιουργόν.
[15] Βλ. Πρόκλος «Εις τον Τίμαιο του Πλάτωνος, τόμος Γ’, 2.145.11 – 2.146.22» :
in Ti 2.145.11 ` to in Ti 2.146.22 ἕνα τοίνυν ἐκεῖνος δημιουργὸν τῆς διῃρημένης πάσης ποιήσεως προστησάμενος ἀνὰ λόγον ὄντα τῷ ἑνὶ πατρὶ τῷ τὴν ὁλικὴν ἀποτίκτοντι δημιουργίαν ἀπὸ τούτου παράγει τό τε νοερὸν πλῆθος ὅλον τὸ ἐγκόσμιον καὶ τὸν τῶν ψυχῶν ἀριθμὸν καὶ τὰς σωματικὰς συστάσεις, αὐτοῦ μὲν ἡνωμένως πάντα ταῦτα γεννῶντος, τῶν δὲ περὶ αὐτὸν θεῶν διαιρούντων καὶ διακρινόντων τὰ δημιουργήματα αὐτοῦ. ἀλλὰ τὰ μὲν ἄλλα δημιουργήματα αὐτοῦ πάντα μεμερίσθαι φησὶν ὑπὸ τῶν διαι ρετικῶν θεῶν, μόνην δὲ τὴν καρδίαν ἀμέριστον εἶναι προνοίᾳ τῆς Ἀθηνᾶς· ἐπειδὴ γὰρ ὑφίστησι μὲν καὶ νοῦς καὶ ψυχὰς καὶ σώματα, ἀλλὰ ψυχαὶ μὲν καὶ σώματα δέχονται πολλὴν τὴν πρὸς ἑαυτὰ διαίρεσιν καὶ τὸν μερισμόν, νοῦς δὲ ἡνωμένος μένει καὶ ἀδιαίρετος ἐν ἑνὶ τὰ πάντα ὢν καὶ μιᾷ νοήσει τὰ ὅλα τὰ νοητὰ περιέχων, μόνην τὴν νοερὰν οὐσίαν καὶ τὸν νοερὸν ἀριθμὸν ἀπολελεῖφθαί φησιν ὑπὸ τῆς Ἀθη νᾶς σεσωσμένον· <μούνην γὰρ κραδίην νοερὴν λίπον>,
φησίν, ἄντικρυς νοερὰν αὐτὴν προσαγορεύων. εἰ τοίνυν ἡ ἀμέριστος καρδία νοερά ἐστι, νοῦς ἂν εἴη δηλαδὴ καὶ νοερὸς ἀριθμός, οὐ μέντοι πᾶς νοῦς, ἀλλ᾽ ὁ ἐγκόσμιος· οὗτος γάρ ἐστιν ἡ καρδία ἡ ἀμέριστος, ἐπειδὴ καὶ τούτου δημιουργὸς ἦν ὁ μεριζόμενος θεός. τὸν μὲν δὴ νοῦν ἀμέριστον οὐσίαν τοῦ Διονύσου καλεῖ, τὸ δὲ γόνιμον αὐτοῦ τὴν μεριστὴν αὐτὴν περὶ τὸ σῶμα ζωὴν φυσικὴν οὖσαν καὶ σπερμάτων οἰστικήν, ἣν καὶ τὴν Ἄρτεμίν φησι τὴν πάσης προεστῶσαν τῆς ἐν τῇ φύσει γεννήσεως καὶ μαιευομένην τοὺς φυσι κοὺς λόγους ἄνωθεν διατείνειν ἄχρι τῶν ὑποχθονίων, δυναμοῦσαν αὐτῆς τὴν γόνιμον δύναμιν, τὸ δὲ λοιπὸν τοῦ θεοῦ σῶμα πᾶν τὴν ψυχικὴν σύστασιν, εἰς ἑπτὰ καὶ τοῦτο διῃρημένον
<ἑπτὰ δὲ πάντα μέλη κούρου διεμοιρήσαντο>, φησὶν ὁ <θεολόγοσ> περὶ τῶν Τιτάνων, καθάπερ καὶ ὁ Τίμαιος εἰς ἑπτὰ διαιρεῖ μοίρας αὐτήν. καὶ τάχα ἂν τὸ διὰ παντὸς τοῦ κόσμου τεταμένην εἶναι τὴν ψυχὴν τοῦ Τιτανικοῦ μερισμοῦ τοὺς Ὀρφικοὺς ἀναμιμνήσκοι, δι᾽ ὃν οὐ μόνον ἡ ψυχὴ περικαλύπτει τὸ πᾶν, ἀλλὰ καὶ τέταται δι᾽ αὐτοῦ παντός. εἰκότως δὴ οὖν καὶ ὁ Πλάτων ἀμέριστον οὐσίαν ἀπεκάλεσε τὴν προσεχῶς ὑπὲρ ψυχὴν καὶ ὡς συντόμως εἰπεῖν τὸν μεθεκτὸν ὑπὸ ψυχῆς νοῦν, τοῖς <Ὀρφικοῖσ> ἑπόμενος <μύθοισ> καὶ οἷον ἐξηγητὴς <τῶν ἐν ἀπορρήτοις λεγομένων> εἶναι βουλόμενος.
[16] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον Ευκλείδη, 166.25 – 167.11»:
in Euc 166.25 ` to in Euc 167.11 εἰκότως ἄρα καὶ ὁ <Φιλόλαοσ> τὴν τοῦ τριγώνου γωνίαν τέτταρσιν ἀνέθηκεν θεοῖς, Κρόνῳ καὶ Ἅιδῃ καὶ Ἄρεϊ καὶ Διονύσῳ, πᾶσαν τὴν τετραμερῆ τῶν στοιχείων διακόσμησιν τὴν ἄνωθεν ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ καθήκουσαν εἴτε ἀπὸ τῶν τεττάρων τοῦ ζωδιακοῦ τμημάτων ἐν τούτοις περιλαβών. ὁ μὲν γὰρ Κρόνος πᾶσαν ὑφίστησι τὴν ὑγρὰν καὶ ψυχρὰν οὐσίαν, ὁ δὲ Ἄρης πᾶσαν τὴν ἔμπυρον φύσιν, καὶ ὁ μὲν Ἅιδης τὴν χθονίαν ὅλην συνέχει ζωήν, ὁ δὲ Διόνυσος τὴν ὑργὰν καὶ θερμὴν ἐπιτροπεύει γένεσιν, ἧς καὶ ὁ οἶνος σύμβολον ὑγρὸς ὢν καὶ θερμός.
[17] Ψυχικές Λογικές αρχές.
[18] Φυσικές Λογικές αρχές.
[19] Scholia in Platonem Sph.t.1 ` to Scholia in Platonem Sph.ad tit.27 Sph.t {1ΕΙΣ ΤΟΝ ΣΟΦΙΣΤΗΝ}1 Sph.ad tit ΣΟΦΙΣΤΗΣ. ἔστι γὰρ κατὰ τὸν μέγαν Ἰάμβλιχον ὁ σκοπὸς νῦν περὶ τοῦ ὑπὸ σελήνην δημιουργοῦ. οὗτος γὰρ καὶ εἰδωλοποιὸς καὶ καθαρτὴς ψυχῶν, ἐναντίων λόγων ἀεὶ χωρίζων, μεταβλητικός, καὶ νέων πλουσίων ἔμμισθος θηρευτής, ψυχὰς ὑποδεχόμενος πλήρεις ἀλόγων ἄνωθεν ἰούσας, καὶ μισθὸν λαμβάνων παρ᾽ αὐτῶν τὴν ζωοποιίαν τὴν κατὰ λόγον τῶν θνητῶν. οὗτος ἐνδέδεται τῷ μὴ ὄντι, τὰ ἔνυλα δημιουργῶν, καὶ τὸ ὡς ἀληθῶς ψεῦδος ἀσπαζόμενος, τὴν ὕλην· βλέπει δὲ εἰς τὸ ὄντως ὄν. οὗτός ἐστιν ὁ πολυκέφαλος, πολλὰς οὐσίας καὶ ζῳὰς προβεβλημένος, δι᾽ ὧν κατασκευάζει τὴν ποικιλίαν τῆς γενέσεως. ὁ δ᾽ αὐτὸς καὶ γόης, ὡς θέλγων τὰς ψυχὰς τοῖς φυσικοῖς λόγοις, ὡς δυσαποσπάστως ἔχειν ἀπὸ τῆς γενέσεως. καὶ γὰρ ὁ ἔρως γόης, καὶ ἡ φύσις ὑπό τινων μάγος κέκληται διὰ τὰς συμπαθείας καὶ ἀντιπαθείας τῶν φύσει.
[20] Εξ ου και ο Όμηρος μας αναφέρει στην Οδύσσειας, ραψωδία Κ΄, σ. 348 – 351, ότι :
«Υπηρέτριες στα μέγαρα κατεπονούντο
τέσσερεις, που το δώμα υπηρετούσαν.
Και γεννήθηκαν από κρήνες και από άλση
και από ιερούς ποταμούς, που στην θάλασσα προρρέουν.»
Od 10.348 ` to Od 10.351 ἀμφίπολοι δ᾽ ἄρα τεῖος ἐνὶ μεγάροισι πένοντο
τέσσαρες, αἵ οἱ δῶμα κάτα δρήστειραι ἔασι.
γίνονται δ᾽ ἄρα ταί γ᾽ ἔκ τε κρηνέων ἀπό τ᾽ ἀλσέων
ἔκ θ᾽ ἱερῶν ποταμῶν, οἵ τ᾽ εἰς ἅλαδε προρέουσι.
[21] Βλ. Οδύσσεια, ραψωδία Κ’, σ. 222 – 223 :
«ιστό πηγαινοφέρνοντας μέγαν, αθάνατο,
τέτοια που θεών λεπτά και χαρίεντα και αγλαά έργα γίνονται».
Od 10.222 ` to Od 10.223 ἱστὸν ἐποιχομένης μέγαν ἄμβροτον, οἷα θεάων
λεπτά τε καὶ χαρίεντα καὶ ἀγλαὰ ἔργα πέλονται.
[22] Βλ. Πρόκλος «σχόλια εις τον Κρατύλο του Πλάτωνος εκλογαί χρήσιμοι, 53. 1- 47» :
in Cra 53.1 ` to in Cra 53.47 Ὅτι τῶν μὲν ἐνταῦθα τεχνητῶν (p 389b-c ) διωρισμένας αἰτίας καὶ παραδείγματα ἀπολείπειν οὐκ ἀνεκτόν· τὰ γὰρ ἐκείνων ἀποτελέσματα οὐσίαι τέ εἰσιν καὶ μέτρα οἰκεῖα καὶ τὴν εἰς τὸ πᾶν ἀναφορὰν ἔχει καὶ διὰ τῆς φύσεως πρόεισι, τὰ δὲ τεχνητὰ πάντα καὶ ἀνούσιά ἐστιν καὶ πρὸς τὰς ἡμετέρας χρείας καὶ περιστάσεις παντοίως μεταβάλλεται καὶ ὅρον οὐδένα ἔχει τῶν μερῶν ἢ τῆς ἐν αὐτοῖς θέσεως, καὶ διέστηκε τῶν φύσει συνισταμένων. εἰ δέ τις αὐτὰς τὰς ποιητικὰς καὶ γονίμους δυνάμεις τῶν θεῶν, ἃς εἰς τὸ πᾶν προάγουσι, τέχνας προσαγορεύοι δημιουργικὰς καὶ νοερὰς καὶ γεννητικὰς καὶ τελεσιουργούς, οὐκ ἂν οὐδ᾽ ἡμεῖς ἀποδοκιμάσαιμεν τὴν τοιαύτην προσηγορίαν, ἐπεὶ καὶ τοὺς θεολόγους εὑρίσκομεν διὰ τούτων τὰς θείας ποιήσεις ἐνδεικνυμένους, καὶ τοὺς μὲν Κύκλωπας ἁπάσης τεχνικῆς ποιήσεως αἰτίους λέγοντας, οἳ καὶ τὸν Δία καὶ τὴν Ἀθηνᾶν καὶ τὸν ῞Ηφαιστον ἐδίδαξαν, τὴν δ᾽ Ἀθηνᾶν τῶν τ᾽ ἄλλων τεχνῶν καὶ διαφερόντως τῆς ὑφαντικῆς προστατεῖν, τὸν δ᾽ ῞Ηφαιστον ἄλλης ἰδίως ἔφορον τέχνης, αὐτὴν δὲ τὴν ὑφαντικὴν ἀρχομένην μὲν ἀπὸ τῆς δεσποίνης Ἀθηνᾶς (<ἥδε γὰρ ἀθανάτων προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων ἱστὸν ὑφήνασθαι, ταλασήια τ᾽ ἔργα πινύσσειν> (Orph. frg 135) φησὶν <Ὀρφεύς>), προϊοῦσαν δ᾽ εἰς τὴν ζωογόνον τῆς Κόρης σειρὰν (καὶ γὰρ αὕτη καὶ πᾶς αὐτῆς ὁ χορὸς ἄνω μενούσης ὑφαίνειν λέγονται (Orph. frg 211) τὸν διάκοσμον τῆς ζωῆς), μετεχομένην δὲ ὑπὸ πάντων τῶν ἐν κόσμῳ θεῶν (καὶ γὰρ ὁ εἷς δημιουργὸς τοῖς νέοις δημιουργοῖς προσυφαίνειν τῷ <ἀθανάτῳ> παρακελεύεται (Tim. p 41d) τὸ <θνητὸν> εἶδος τῆς ζωῆς), περατουμένην δ᾽ εἰς τοὺς τῆς γενέσεως προστάτας θεούς, ὧν ἐστιν καὶ ἡ παρ᾽ Ὁμήρῳ Κίρκη πᾶσαν ὑφαίνουσα τὴν ἐν τῷ τετραστοίχῳ ζωὴν καὶ ἅμα ταῖς ᾠδαῖς ἐναρμόνιον ποιοῦσα τὸν ὑπὸ σελήνην τόπον. ἐν ταύταις οὖν ταῖς ὑφαντικαῖς καὶ ἡ Κίρκη ὑπὸ τῶν θεολόγων παραλαμβάνεται, <χρυσῆ> μέντοι, καθάπερ φασίν, ἐνδεικνύμενοι τὴν νοερὰν αὐτῆς καὶ ἄχραντον οὐσίαν καὶ ἄυλον καὶ ἀμιγῆ πρὸς τὴν γένεσιν, καὶ τὸ ἔργον αὐτῆς διακρίνειν τὰ ἑστῶτα τῶν κινουμένων καὶ χωρίζειν κατὰ τὴν ἑτερότητα τὴν θείαν. εἴ τις οὖν, ὅπερ ἔλεγον, κατὰ ταύτας τὰς ἀναλογίας ἐκπεριτρέχων τὰς μὲν τῶν θεῶν δυνάμεις αἰτίας ἐπονομάζοι τῶν τεχνῶν τούτων, τὰ δ᾽ ἀποτελέσματα αὐτῶν ἐκλάμψεις τῶν δυνάμεων τούτων δι᾽ ὅλου τοῦ κόσμου φοιτώσας, ὀρθῶς ἂν λέγοι. δεῖ γὰρ οὐ τὴν παρ᾽ ἡμῖν μόνον ὑφαντικὴν τῆς Ἀθηνᾶς ἐξάπτειν, ἀλλὰ πρὸ ταύτης τὴν διὰ τῆς φύσεως ἐνεργοῦσαν καὶ συνάπτουσαν τὰ μὲν γενητὰ τοῖς ἀιδίοις, τὰ δὲ θνητὰ τοῖς ἀθανάτοις, τὰ δὲ σώματα τοῖς ἀσωμάτοις, τὰ δ᾽ αἰσθητὰ τοῖς νοεροῖς, καὶ τὴν τεκτονικὴν ὅλην ἐν ταῖς φύσεσι πρῶτον θεωρεῖν καὶ τῶν ἄλλων ἑκάστην τεχνῶν·
[23] Βλ. Lexicon Platonicum.
[24] Λογική & αίδια Ψυχή = καθαυτό άνθρωπος = μαθηματική ουσία = λογική & αίδια ουσία.
[25] Βλ. Ιεροκλής, «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.1.1 – 26.1.4» :
In aureum carmen 26.1.1 ` to In aureum carmen 26.1.4 Η λογικὴ οὐσία συμφυὲς ἔχουσα σῶμα παρὰ τοῦ δημιουργοῦ εἰς τὸ εἶναι παρῆλθεν, ὡς μήτε τὸ σῶμα εἶναι αὐτὴν μήτε ἄνευ σώματος, ἀλλ᾽ αὐτὴν μὲν ἀσώματον, ἀποπερα τοῦσθαι δὲ εἰς σῶμα τὸ ὅλον αὐτῆς εἶδος.
[26] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.2.2 – 26.3.1» :
In aureum carmen 26.2.2 ` to In aureum carmen 26.3.1 καὶ ἔστιν ἕκαστος ἥρως ψυχὴ λογικὴ μετὰ φωτεινοῦ σώματος καὶ ὁ ἄνθρωπος ὁμοίως ψυχὴ λογικὴ μετὰ συμφυοῦς ἀθανάτου σώματος. καὶ τοῦτο τῶν Πυθαγορείων ἦν δόγμα, ὃ δὴ Πλάτων ὕστερον ἐξέφηνεν, ἀπεικάσας ξυμφύτῳ δυνάμει ὑποπτέρου ζεύγους τε καὶ ἡνιόχου πᾶσαν θείαν τε καὶ 26.3 ἀνθρωπίνην ψυχήν.
[27] Βλ. Ιεροκλής «Υπόμνημα στα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα, 26.5.4 – 26.6.1»:
In aureum carmen 26.5.4 ` to In aureum carmen 26.6.1 ζωὴ γάρ τίς ἐστι τὸ ἄϋλον σῶμα καὶ ζωῆς ἐνύλου γεννητικόν, δι᾽ ἧς τὸ θνητὸν ἡμῶν ζῷον συμπληροῦται ἐκ τῆς ἀλόγου ζωῆς καὶ τοῦ ὑλικοῦ σώματος συγκείμενον, εἴδωλον ὂν τοῦ ἀνθρώπου, 26.6 ὃς ἐκ λογικῆς οὐσίας καὶ σώματος ἀΰλου συνέστηκεν.
[28] Βλ. Πρόκλος «Υπόμνημα στον “Τίμαιο” του Πλάτωνα, τόμος Ε’(συνέχεια), 3.307.17 – 3.307.20» :
in Ti 3.307.17 ` to in Ti 3.307.20 ἄνθρωπός ἐστι ψυχὴ σώματι χρωμένη ἀθάνατος ἀθανάτῳ, ὃν καὶ χωρίσαι δεῖ τοῦ θνητοῦ παντός, ἵνα γένηται ὃς ἦν πρὸ τῆς εἰς γένεσιν πτώσεως.
[29] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, βιβλίο ς’, 97.6 – 98.24».
[30] Βλ. Ερμείας «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 32. 10 – 14» :
In Platonis Phaedrum scholia 32.9 ` to In Platonis Phaedrum scholia 32.14. Νύμφαι δέ εἰσιν ἔφοροι θεαὶ τῆς παλιγγενεσίας ὑπουργοὶ τοῦ ἐκ Σεμέλης Διονύσου· διὸ καὶ παρὰ τῷ ὕδατί εἰσι, τουτέστι τῇ γενέσει ἐπιβε βήκασιν. Αὐτὸς δὲ ὁ Διόνυσος τῆς παλιγγενεσίας ἐπάρχει παντὸς τοῦ αἰσθητοῦ.
[31] Βλ. Ερμείας «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 62. 11 – 13» :
In Platonis Phaedrum scholia 62.11 ` to In Platonis Phaedrum scholia 62.13 τῆς γενέσεως προστάτιδές εἰσιν αἱ Νύμφαι, αἳ μὲν τὴν ἀλογίαν κινοῦσαι, αἳ δὲ τὴν φύσιν, αἳ δὲ τὰ σώματα ἐπιτροπεύουσαι, Ναΐδες τέ τινες καὶ Ἁμαδρυάδες καὶ Ὀρεστιάδες καλούμεναι,
[32] Βλ. Ερμείας «Σχόλια στον Πλατωνικό Φαίδρο, 264. 1 – 3» :
In Platonis Phaedrum scholia 264.1 ` to In Platonis Phaedrum scholia 264.3 Νύμφαι δέ εἰσι θεῖαι ψυχαὶ κρείττους τῶν ἀνθρωπίνων, ἐπιτροπεύουσαι πᾶσαν τὴν γένεσιν· καὶ αὗται οὖν αἱ θεαὶ συνεργοὶ γίνονται τῇ τοῦ λογίου θεοῦ τοῦ δεσπότου Ἑρμοῦ δόσει τῇ εἰς πάντα τὸν κόσμον διδομένῃ.
[33] Βλ. Πλούταρχος «Αίτια Ρωμαϊκα & Ελληνικά, 299.a.10 – 299.b.15» :
«”Γιατί τον Διόνυσο οι των Ηλείων γυναίκες υμνούν και τον καλούν τον να έρθει προς εκείνες με πόδι βοός ;”
Έχει δε αυτός – ο Διόνυσος – ύμνο : “έλθε το έαρ, ώ Διόνυσε, στον Ηλείων τον αγνό ναό μαζί με τις Χάριτες στον ναό με το βοϊδίσιο
πόδι φθάσε”.
Έπειτα δύο φορές άδουν “άξιε ταύρε”. Και κατά ποιόν τρόπο κάποιοι προσαγορεύουν τον Θεό και βουγενή και ταύρο ; Επειδή έχει μεγάλα πόδια τα λένε “βοϊδίσια”, όπως “βοώπιν” ο ποιητής λέγει την “μεγαλόφθαλμη” και “βουκεφάλα” τον καυχησιάρη; Ή μάλλον, ότι του βοός το πόδι είναι αβλαβής το δε κέρας φοβερό(επιβλαβές), για αυτό τον θεό παρακαλούν να έρθει πράος και άλυπος ; ή ότι και του αρότρου και της σποράς πολλοί νομίζουν τον Διόνυσο αρχηγό».
Aetia Romana et Graeca 299.A.10 ` to Aetia Romana et Graeca 299.B.15 «Διὰ τί τὸν Διόνυσον αἱ τῶν Ἠλείων γυναῖκες ὑμνοῦσαι παρακαλοῦσι βοέῳ ποδὶ παραγίνεσθαι πρὸς αὐτάς;»
ἔχει δ᾽ οὕτως ὁ ὕμνος (Anth. Lyr. Diehl II p. 206)
«Ἐλθεῖν, ἦρ᾽, ὦ Διόνυσε, ἅλιον ἐς ναὸν ἁγνὸν σὺν Χαρίτεσσιν ἐς ναὸν τῷ βοέῳ ποδὶ δύων.»
εἶτα δὶς ἐπᾴδουσιν «ἄξιε ταῦρε». πότερον ὅτι καὶ βουγενῆ προσαγορεύουσι καὶ ταῦρον ἔνιοι τὸν θεόν; ἢ τῷ μεγάλῳ ποδί «βοέῳ» λέγουσιν, ὡς «βοῶπιν» ὁ ποιητὴς (Α 551 et passim) τὴν μεγαλόφθαλμον καὶ «βουγάιον» (Ν 824, 79 ) τὸν μεγάλαυχον; ἢ μᾶλλον, ὅτι τοῦ βοὸς ὁ ποὺς ἀβλαβής ἐστι τὸ δὲ κέρας φο<βε>ρόν [ἐπιβλαβές], οὕτω τὸν θεὸν παρακαλοῦσι πρᾶον ἐλθεῖν καὶ ἄλυπον; ἢ ὅτι καὶ ἀρότου καὶ σπόρου πολλοὶ τὸν θεὸν ἀρχηγὸν γεγονέναι νομίζουσι;
[34] Βλ. Πλούταρχος «Αίτια Ελληνικά, 292.D.8 – 292.E.1» :
«”Οσιωτήρα” αποκαλούν αυτόν που θύει ιέρειο, όταν “όσιος” αποδειχθεί. Πέντε δε ήταν όσιοι δια βίου, και τα πολλά μετά των προφητών έπρατταν ούτοι και συνιερουργούσαν, τα οποία δημιουργήθηκαν από τον Δευκαλίωνα».
Aetia Romana et Graeca 292.D.8 ` to Aetia Romana et Graeca 292.E.1 «ὁσιωτῆρα» μὲν καλοῦσι τὸν θυόμενον ἱερεῖον, ὅταν «ὅσιος» ἀποδειχθῇ. πέντε δ᾽ εἰσὶν ὅσιοι διὰ βίου, καὶ τὰ πολλὰ μετὰ τῶν προφητῶν δρῶσιν οὗτοι καὶ συνιερουργοῦσιν, ἅτε γεγονέναι δοκοῦντες ἀπὸ Δευκαλίωνος.
[35] Βλ. Πλούταρχος «Περί Ίσιδος και Οσίριδος, 364.d.12 – 365.a.9»:
De Iside et Osiride 364.D.12 ` to De Iside et Osiride 365.A.9 Ὅτι μὲν οὖν ὁ αὐτός ἐστι Διονύσῳ, τίνα μᾶλλον ἢ σὲ γινώσκειν, ὦ Κλέα, δὴ προσῆκόν ἐστιν, ἀρχηίδα μὲν οὖσαν ἐν Δελφοῖς τῶν Θυιάδων, τοῖς δ᾽ Ὀσιριακοῖς καθωσιωμένην ἱεροῖς ἀπὸ πατρὸς καὶ μητρός; εἰ δὲ τῶν ἄλλων ἕνεκα δεῖ μαρτύρια παραθέσθαι, τὰ μὲν ἀπόρρητα κατὰ χώραν ἐῶμεν, ἃ δ᾽ ἐμφανῶς δρῶσι θάπτοντες τὸν Ἆπιν οἱ ἱερεῖς, ὅταν παρακομίζωσιν ἐπὶ σχεδίας τὸ σῶμα, βακχείας οὐδὲν ἀποδεῖ· καὶ γὰρ νεβρίδας περικαθάπτονται καὶ θύρσους φοροῦσι καὶ βοαῖς χρῶνται καὶ κινήσεσιν ὥσπερ οἱ κάτοχοι τοῖς περὶ τὸν Διόνυσον ὀργιασμοῖς. διὸ καὶ ταυρόμορφα Διονύσου ποιοῦσιν ἀγάλματα πολλοὶ τῶν Ἑλλήνων· αἱ δ᾽ Ἠλείων γυναῖκες καὶ παρακαλοῦσιν εὐχόμεναι «ποδὶ βοείῳ τὸν θεὸν ἐλθεῖν» πρὸς αὐτάς. Ἀργείοις δὲ βουγενὴς Διόνυσος ἐπίκλην ἐστίν· ἀνακαλοῦνται δ᾽ αὐτὸν ὑπὸ σαλπίγγων ἐξ ὕδατος ἐμβάλλοντες εἰς τὴν ἄβυσσον ἄρνα τῷ Πυλαόχῳ· τὰς δὲ σάλπιγγας ἐν θύρσοις ἀποκρύπτουσιν, ὡς Σωκράτης ἐν τοῖς περὶ ὁσίων (fr. 5 M.) εἴρηκεν. ὁμολογεῖ δὲ καὶ τὰ Τιτανικὰ καὶ Νυκτέλια τοῖς λεγομένοις Ὀσίριδος διασπασμοῖς καὶ ταῖς ἀναβιώσεσι καὶ παλιγγενεσίαις· ὁμοίως δὲ καὶ τὰ περὶ τὰς ταφάς. Αἰγύπτιοί τε γὰρ Ὀσίριδος πολλαχοῦ θήκας, ὥσπερ εἴρηται (358a 359a), δεικνύουσι, καὶ Δελφοὶ τὰ τοῦ Διονύσου λείψανα παρ᾽ αὐτοῖς παρὰ τὸ χρηστήριον ἀποκεῖσθαι νομίζουσι, καὶ θύουσιν οἱ ὅσιοι θυσίαν ἀπόρρητον ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἀπόλλωνος, ὅταν αἱ Θυιάδες ἐγείρωσι τὸν Λικνίτην.
eleysis69 αναζημοσίευση ellinikoskoinotismos