Γιατί ο Οδυσσέας δεν όρμησε στους μνηστήρες από την αρχή, ενώ μπορούσε

Στη ραψωδία υ, που θα διαβάσουμε αυτήν τη βδομάδα φίλες και φίλοι, τρεις άνθρωποι ασχολήθηκαν με τον μεταμφιεσμένο Οδυσσέα αλλά κανένας δεν αντέδρασε όπως ο άλλος – και ας ήτανε κοινός ο στόχος τους και στην ίδια περίοδο: ο ήρωας, γι’ αυτούς ο άγνωστος, εριστικός ζητιάνος.

Διαβάστε επίσης: Ποια είναι η Καταγωγή του Οδυσσέα; Από που κρατάει η σκούφια του;

• Ο γιδοβοσκός Μελάνθιος τον αποπήρε, του φώναξε να τους αδειάσει τη γωνιά, τον απείλησε πως θα πιαστούνε στα χέρια.

• Ο μνηστήρας Κτήσιππος του φέρθηκε βίαια, έπιασε ένα κόκκαλο απ’ το βόδι που τρώγανε στο πλούσιο τραπέζι και του το πέταξε στο κεφάλι. Ο Οδυσσέας πρόλαβε και παραμέρισε άρα το κόκαλο χτύπησε στον τοίχο.

• Ο δούλος Φιλοίτιος, αμέσως μόλις τον πρόσεξε, ενδιαφέρθηκε για τον ξένο ζητιάνο. Παρατήρησε ότι είχε αρχοντικό σωματότυπο, του μίλησε στοργικά και – το σημαντικότερο – αναγνώρισε στο χάλι του τον δικό του πόνο, των δικών του ανθρώπων που είχανε τέτοια βάσανα.

Η διαφορά στη συμπεριφορά τουΦιλοίτιου από τους άλλους ήταν η ενσυναίσθηση, δύναμη που προέρχεται από την παιδεία του ανθρώπου: δε βιάστηκε να εκτονώσει τον θυμό του στον άμοιρο, αλλά άφησε το συναίσθημα της δυστυχίας του να τον αγγίξει. Όταν έπιασε τον ξένο από το χέρι ήταν ευσπλαχνικός και τρυφερός μαζί του.

Η ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα του ανθρώπου να αγαπά τους άλλους παρόλον τον πόνο, το μαρτύριο, την ευτυχία τους, όσο αδύναμοι κι αν είναι. Μα δε μπορεί να το κάνει κάποιος αν δεν είναι έσω δυνατός, γιατί τότε οι δαίμονες της ψυχής του (οργή, τρόμος, πόνος, όλα αυτά συσσωρευμένα σε ένα σύμπλεγμα μπερδεμένων ενεργειών μέσα του) ελέγχουν τη συμπεριφορά του. Μόνο κάποιος που έχει αποκτήσει πλήρη αυτοκυριαρχία μπορεί να είναι πάντα ελεήμων, γιατί έχει μάθει πώς να μην τον επηρεάζει το δηλητήριο μέσα του. Μια παροιμία περιγράφει την αντίθεση: «Δε με νοιάζει αν ιερέας με ξαποστείλει στην κόλαση, αρκεί να το κάνει με δάκρυα, όχι με οργή και χαρά στα μάτια του.»

Η ευαισθησία έχει στον ατελή άνθρωπο το τίμημα της φθοράς της ψυχής του. Αν δε μπορεί κάποιος να επουλώσει τις πληγές μέσα του, οι εξωτερικές συνθήκες τον τρώνε όπως τρώνε οι κοριοί τα ξύλα, μέχρι το σπίτι να καταρρεύσει ή να καταλήξει έρμαιο σκοτεινών δυνάμεων. Οπότε ο άνθρωπος που θέλει να φτάσει στην ιδανική ενσυναίσθηση, πρέπει να αποφασίσει να κοιτάξει μέσα του για να βρει τρόπους να αντιμετωπίσει το αναπόφευκτο σκοτάδι του. Το ίδιο σκοτάδι που είχαν η Πηνελόπη και ο Τηλέμαχος, τα θύματα που δεν έφταιγαν σε κάτι, και με χαρακιές παντού στην καρδιά λένε και οι δυο στη ραψωδία υ πως προτιμούσανε να πεθάνουν, παρά να ζούνε αυτήν την άδικη ζωή ανάμεσα σε αλαζόνες, εκμεταλλευτές, δυνατούς μνηστήρες.

Ο Οδυσσέας το βράδυ εκείνο, ξαπλωμένος σε σκληρό πεζούλι με λίγες προβιές από πάνω, δε μπορούσε να κοιμηθεί. Στριφογύριζε ασταμάτητα αλλά δεν ήθελε να κάνει κάτι απερίσκεπτο, οπότε διέταζε την καρδιά του να κάνει υπομονή, να μη χτυπά δυνατά, να βαστά μέχρι να είναι έτοιμος.

Ο συνετός άντρας και η συνετή γυναίκα περιμένουν. Μέσα μας η δύναμη αυτή που θέλει να αποτύχουμε – η οποία κρύβεται στις καρδιές όλων των ανθρώπων και χτυπά με αντικειμενική ακρίβεια χωρίς διακρίσεις, με σκοπό να εξολοθρεύει ό,τι καλό – χρησιμοποιεί τη λαχτάρα μας, τον παρορμητισμό, ως ένα ισχυρό – αν και τόσο απλό – εργαλείο: αφήνοντάς μας να ενθουσιαζόμαστε και γνωρίζοντας πως δεν μπορούμε να αντέξουμε να αγωνιζόμαστε συνέχεια, μας επιτρέπει να προσπαθούμε σε υψηλές εντάσεις και ύστερα μας στέλνει τις απογοητεύσεις, πολλές και πλούσιες, και καταρρίπτει τα όνειρα, αφού δε φτάνουμε στην Ιθάκη “αύριο”.

Για αυτό πρέπει να έχουμε υπομονή. Είμαστε τα μυρμήγκια, όχι οι ακρίδες. Οι χελώνες, όχι οι λαγοί. Όπως ο πονηρός Οδυσσέας, πρέπει κι εμείς να βαστάμε την καρδιά μας που θέλει να ορμήσει χωρίς να υπολογίζει τους κινδύνους και να στριφογυρίζουμε ανήσυχοι τα βράδια βάζοντας το νου μας να εστιάζει όχι στο πότε θα έρθει η μέρα που θα φτάσουμε εκεί που λαχταράμε, αλλά πώς θα μπορέσουμε να συνεχίσουμε τον δρόμο αυτόν προς εκεί, τον ανηφορικό, χωρίς σταματημό κάθε φορά που το κάστρο εξαφανίζεται ξαφνικά από μπροστά μας και πάει πάλι σε άλλον τόπο, πάλι μακριά μας, αβέβαιο αν θα το φτάσουμε ποτέ πριν εξαφανιστεί κι από κει.

Το αντίθετο:

Η καμπύλη της μάθησης, μας πετά μια στον ένα τοίχο, μια στον άλλο. Το αντίθετο της λαχτάρας και του πάθους είναι η παραίτηση ή η αναβλητικότητα. Στην πραγματικότητα η υπομονή δεν είναι παθητική δύναμη• είναι μια μεγάλη λαίλαπα ενέργειας, με πολύ πιο μεγάλο φορτίο από το πάθος. Η πρόκληση είναι πώς θα αντέξουμε τα χρόνια της συσσώρευσης, αντί της γρήγορης λύσης του πάθους. Το να ορμήσετε με όλη τη δύναμη στον στόχο, είναι πολύ πιο εύκολο από το να ορμάτε κάθε ώρα, πολλές μέρες, πολλά χρόνια χωρίς να δρέπετε τους καρπούς.

The Mythologists / Image by Grae Dickason from Pixabay