Κάθονταν Δίπλα στον Ετοιμοθάνατο Παππού της.
Ξαφνικά Άνοιξε η Πόρτα και Έμεινε Άφωνη
Η αληθινή φιλία είναι ένα πραγματικό δώρο. Τίποτα δεν είναι πιο πολύτιμο στο κόσμο από τη ζεστασιά και τη καλοσύνη που μπορούμε να χαρίσουμε ο ένας στον άλλον. Η ιστορία αυτού του κοριτσιού και του παππού της είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Δημοσιεύτηκε αρχικά στην ιστοσελίδα «Rumor has it» και συγκίνησε πολύ κόσμο παγκοσμίως.
Διαβάστε επίσης: Υπάρχουν Τρία Είδη Φιλίας. Μόνο Ένα Αξίζει Πραγματικά Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη
«Κάθε Σάββατο, ο παππούς και εγώ πηγαίναμε στον οίκο ευγηρίας που ήταν μερικά τετράγωνα από το σπίτι μας. Στη μαμά δεν άρεσε γιατί άφηνα τους φίλους μου και έκανα παρέα με τον παππού ακόμα και τα Σάββατα. Επισκεπτόμασταν ηλικιωμένους και άρρωστους ασθενείς που ζούσαν εκεί, επειδή δε μπορούσαν πλέον να φροντίσουν τον εαυτό τους. “Όποιος επισκέπτεται τους άρρωστους τους δίνει ζωή,” έλεγε πάντα ο παππούς.
Αρχικά, επισκεπτόμασταν τη κυρία Sokol. Την αποκαλούσα “Η Μαγείρισσα.” Της άρεσε να μιλάει για τον καιρό που ήταν γνωστή μαγείρισσα στη Ρωσία. Ο κόσμος ερχόταν από άλλες πόλεις για να δοκιμάσει τη διάσημη κοτόσουπά της.
Στη συνέχεια, πηγαίναμε στον κύριο Meyer. Καθόμασταν γύρω από ένα τραπεζάκι, και μας έλεγε αστεία. Γελούσαμε με τα αστεία του, ακόμα και όταν δεν ήταν τόσο αστεία.
Στη διπλανή πόρτα ήταν ο κύριος Lipman. Τον αποκαλούσα “Τραγουδιστή” επειδή αγαπούσε να μας τραγουδάει. Όποτε το έκανε, η όμορφη φωνή του γέμιζε τον αέρα, καθαρή, δυνατή και γεμάτη ενέργεια και πάντα τραγουδούσαμε μαζί του.
Επισκεπτόμασταν τη κυρία Kagan, “Τη γιαγιά,” που μας έδειχνε φωτογραφίες από τα εγγόνια της.
Το δωμάτιο της κυρίας Schrieber ήταν γεμάτο με αναμνήσεις που ζωντάνευαν, καθώς μας διηγούνταν εμπειρίες από τα παλιά.
Στη συνέχεια, υπήρχε ο κύριος Krull, “Ο Ήσυχος.” Δεν είχε πολλά να πει. Απλά άκουγε όταν ο παππούς ή εγώ του μιλούσαμε. Έγνεφε και χαμογελούσε και μας έλεγε να ξανάρθουμε την άλλη εβδομάδα. Αυτό μας έλεγαν όλοι, ακόμα και η υπάλληλος.
Κάθε εβδομάδα ξαναερχόμασταν, ακόμα και όταν έβρεχε. Πηγαίναμε μαζί να επισκεφτούμε τους φίλους μας: Τη μαγείρισσα, τον αστείο, τον τραγουδιστή, τη γιαγιά, τη κυρία με τις αναμνήσεις και τον ήσυχο.
Μια μέρα ο παππούς αρρώστησε πολύ και έπρεπε να πάει στο νοσοκομείο. Οι γιατροί είπαν ότι η κατάσταση της υγείας του δε θα βελτιωνόταν.
Ήρθε το Σάββατο και έφτασε η ώρα να επισκεφτούμε το γηροκομείο. Πως μπορούσα να πάω χωρίς τον παππού μου; Τότε θυμήθηκα αυτό που μου είχε πει μια φορά: “Αν θέλεις να κάνεις μια καλή πράξη, τίποτα δε πρέπει να στέκεται εμπόδιο.” Έτσι πήγα μόνη μου. Όποιος επισκέπτεται τους άρρωστους τους χαρίζει ζωή.
Όλοι χάρηκαν που με είδαν. Εξεπλάγησαν που δεν είδαν το παππού. Όταν τους είπα ότι είναι στο νοσοκομείο, μπορούσαν να καταλάβουν ότι είμαι στεναχωρημένη.
Η μαγείρισσα αποκάλυψε κάποια μυστικά συστατικά της. Ο αστείος μου είπε τα τελευταία του αστεία. Ο τραγουδιστής μου τραγούδησε ένα τραγούδι ειδικά για μένα. Η γιαγιά μου έδειξε και άλλες φωτογραφίες. Η κυρία με τις αναμνήσεις μοιράστηκε μαζί μου και άλλες ιστορίες. Όταν επισκέφτηκα τον ήσυχο, τον ρώτησα πολλές ερωτήσεις. Όταν ξέμεινα από ερωτήσεις, του είπα τι έμαθα στο σχολείο.
Μετά από λίγο, τους αποχαιρέτισα όλους, ακόμα και την υπάλληλο πίσω από το γραφείο.
“Ευχαριστούμε που ήρθες,” μου είπε. “Περαστικά στο παππού σου.”
Μερικές μέρες αργότερα, ο παππούς ήταν ακόμα στο νοσοκομείο. Δεν έτρωγε, δε μπορούσε να καθίσει και μετά βίας μιλούσε. Πήγα στη γωνία του δωματίου, για να μη με βλέπει να κλαίω. Η μητέρα μου στάθηκε δίπλα του και κράτησε το χέρι του παππού μου. Το δωμάτιο ήταν μελαγχολικό και πολύ ήσυχο.
Ξαφνικά η νοσοκόμα μπήκε στο δωμάτιο και είπε, “Έχετε κάποιους επισκέπτες.”
“Εδώ γίνεται το πάρτυ;” Άκουσα μια οικεία φωνή να ρωτά.
Ήταν ο αστείος. Πίσω του ήταν η μαγείρισσα, ο τραγουδιστής, η γιαγιά, η κυρία με τις αναμνήσεις, ο ήσυχος, ακόμα και η υπάλληλος του γηροκομείου.
Η μαγείρισσα είπε στον παππού για το σπουδαίο φαγητό που θα του μαγείρευε μόλις γινόταν καλύτερα. Του έφερε ένα μπολ με σπιτική κοτόσουπα.
“Κοτόσουπα; Αυτός ο άντρας χρειάζεται ένα σάντουις με παστουρμά,” είπε ο αστείος γελώντας.
Όλοι γέλασαν μαζί του. Τότε μας είπε μερικά αστεία. Μέχρι να τελειώσει, όλοι χρειάζονταν χαρτομάντηλα για να σκουπίσουν τα δάκρυα γέλιου.
Η γιαγιά του έδειξε μια ευχητήρια κάρτα για περαστικά φτιαγμένη από τις εγγονές της. Ο τραγουδιστής άρχισε να τραγουδάει, και όλοι τραγουδήσαμε μαζί του. Η κυρία με τις αναμνήσεις μας εξιστόρησε πως ο παππούς ήρθε επίσκεψη μέσα σε χιονοθύελλα, απλά για να φέρει μερικά τριαντάφυλλα για τα γενέθλιά της.
Πριν το καταλάβω, πέρασαν οι ώρες επίσκεψης. Όλοι είπαν μια σύντομη προσευχή για τον παππού. Τον αποχαιρέτησαν και του είπαν ότι θα τον ξαναδούν σύντομα.
Εκείνο το βράδυ, ο παππούς κάλεσε τη νοσοκόμα και της είπε ότι πεινούσε. Σύντομα ξεκίνησε να κάθεται και να σηκώνεται. Κάθε μέρα, ο παππούς ένιωθε ολοένα και καλύτερα, και δυνάμωνε. Σύντομα μπόρεσε να πάει σπίτι.
Οι γιατροί εξεπλάγησαν. Είπαν ότι η ανάρρωσή του ήταν ένα θαύμα. Αλλά εγώ ήξερα την αλήθεια: οι φίλοι του τον έκαναν καλά. Όποιος επισκέπτεται τους άρρωστους τους χαρίζει ζωή.
Ο παππούς είναι καλύτερα τώρα. Κάθε Σάββατο, πηγαίνουμε μαζί επίσκεψη στους φίλους μας: στη μαγείρισσα, τον αστείο, τον τραγουδιστή, τη γιαγιά, τη κυρία με τις αναμνήσεις, τον ήσυχο, ακόμα και τη κυρία που κάθεται στο γραφείο.»
πηγή : fanpage.gr και fumara.gr / Image by Gerd Altmann from Pixabay