Ιδού, Τελικά, Τι Συνέβη στην Αμφίπολη
Τι κατάληξη είχε η πολύκροτη αρχαιολογική ιστορία. Τέσσερις αρχαιολόγοι απαντούν
της Μαίρης Αδαμοπούλου στα ΝΕΑ
12 Αυγούστου 2014 ο τότε πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς επισκέπτεται την ανασκαφή στην Αμφίπολη και φωτογραφίζεται μπροστά από το υπό αποκάλυψη μνημείο, επιχειρώντας να το αξιοποιήσει επικοινωνιακά με διαρροές που έκαναν λόγο ακόμη και για σύνδεσή του με τον Μέγα Αλέξανδρο.
Τέσσερα χρόνια πέρασαν από εκείνο το καλοκαίρι που η καρδιά της Ελλάδας χτυπούσε στον ρυθμό της ανασκαφής του τύμβου Καστά, με την αναζήτηση του ιδιοκτήτη του τάφου να έχει αναχθεί σε εθνικό ζήτημα, τη χρονολόγηση του μνημείου να έχει διχάσει τον αρχαιολογικό κόσμο και τις φωνές περί αμφιλεγόμενου τρόπου αποκάλυψης του ευρήματος να αυξάνονται διαρκώς. Τι απέμεινε λοιπόν από την πιο πολύκροτη αρχαιολογική ιστορία των τελευταίων ετών; Τέσσερις αρχαιολόγοι απαντούν στα «Πρόσωπα», σύμφωνα με tanea.gr:
Μιχάλης Τιβέριος, Ακαδημαϊκός, ομότιμος καθηγητής του ΑΠΘ: Θύμα της άθλιας ελληνικής πραγματικότητας
O μακεδονικός τάφος που αποκαλύφτηκε πριν από τέσσερα χρόνια στην Αμφίπολη αποτελεί ένα ξεχωριστό και ιδιαίτερα σημαντικό μνημείο. Η μοναδική του μορφή, το μέγεθός του, ο επιβλητικός γλυπτός του διάκοσμος βεβαιώνουν ότι κάποιος επιφανής Μακεδόνας ήταν θαμμένος εδώ. Η πιθανή χρονολόγησή του στο δεύτερο μισό του 4ου αι. π.Χ. επιτρέπει την αναζήτηση του κατόχου του ανάμεσα στους εταίρους του Μεγάλου Αλεξάνδρου που τον είχαν ακολουθήσει στην κοσμοϊστορικής σημασίας εκστρατεία του στην Ανατολή. Ο νεκρός πρέπει να είχε και κάποια σχέση με την Αμφίπολη, μια πόλη που δεν είχε παλιούς δεσμούς με το μακεδονικό βασίλειο και τον βασιλικό του οίκο, αφού ενσωματώθηκε στο μακεδονικό κράτος μόλις το 357 π.Χ.
Δυστυχώς, πριν καλά καλά αρχίσει να αποκαλύπτεται το επιβλητικό αυτό ταφικό κτίσμα, κάποιοι, αρμόδιοι και μη, άρχισαν να κατασκευάζουν και να διαδίδουν διάφορες απίθανες ιστορίες σχετικές με τον νεκρό που είχε ταφεί εδώ. Γιατί απίθανα ήταν τα σενάρια που ήθελαν στο μνημείο αυτό να είναι θαμμένος π.χ. ο ίδιος ο Αλέξανδρος, όταν είναι γνωστό ότι το σκήνωμα του στρατηλάτη βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια τουλάχιστον έως τον 3ο αι. μ.Χ. (αν έλεγαν ότι στον μακεδονικό αυτόν τάφο ήταν θαμμένοι η γυναίκα του Αλεξάνδρου, η Ρωξάνη, και ο γιος του, για τους οποίους γνωρίζουμε ότι εκτελέστηκαν στην Αμφίπολη από τον Κάσσανδρο, θα ήταν πιο πιστευτοί).
Οι παραπάνω φαιδρές ιστορίες πιθανόν να ήταν και προσχεδιασμένες, αφού άρχισαν να εκδίδονται καθημερινά ανακοινωθέντα για την πορεία της ανασκαφής που προϊδέαζαν την κοινή γνώμη ότι σύντομα η αρχαιολογική σκαπάνη θα έφερνε στο φως… αμύθητους θησαυρούς, αλλά και τον «μεγάλο νεκρό», αν και σαφείς ήταν ευθύς εξαρχής οι ενδείξεις ότι το πρωτόγνωρης μορφής ταφικό αυτό κτίσμα ήταν βίαια συλημένο. Σημειώνω ότι τα καθημερινά αυτά ανακοινωθέντα δεν είχαν προηγούμενο στα αρχαιολογικά πράγματα, ούτε καν στην ανασκαφή των βασιλικών τάφων στη Βεργίνα από τον Μανόλη Ανδρόνικο. Συνήθη είναι τα πολεμικά ανακοινωθέντα που ενημερώνουν καθημερινά το κοινό για την πορεία των πολεμικών συρράξεων. Πριν καταστεί δυνατή η είσοδος στο ταφικό μνημείο, χρειάστηκε να απομακρυνθεί πάνω από αυτό ένα ολόκληρο βουνό – σε χρόνο ρεκόρ – με… μπουλντόζες.
Μπουλντόζες και επιστημονική αρχαιολογική έρευνα δεν μπορούν να συνυπάρξουν. Είναι βέβαιο ότι με τη χρήση τέτοιων μέσων χάθηκαν πολύτιμα στοιχεία για την ιστορία του μνημείου, ενώ συγχρόνως κινδύνεψε και η ίδια του η στατικότητα. Η λήψη άμεσων μέσων για τη διάσωση και στη συνέχεια για τη συντήρηση και ανάδειξη του εντυπωσιακού αυτού μνημείου ήταν και είναι μονόδρομος. Ωστόσο, ως ανασκαφή… δεξιών αποχρώσεων, περιθωριοποιήθηκε από την επελθούσα… αριστερή κυβέρνηση.
Το μνημείο αφέθηκε σχεδόν στην τύχη του, θύμα της άθλιας ελληνικής πραγματικότητας. Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι εκτός από τη σωτηρία και ανάδειξη του μνημείου αναγκαία είναι και η δημοσίευσή του. Μόνο οι ειδικοί – και πιθανόν όχι όλοι – γνωρίζουν ότι η μη δημοσίευση ενός ανασκαφέντος μνημείου είναι επίσης ένα είδος καταστροφής τόσο για το ίδιο το μνημείο όσο και για την επιστημονική γνώση.
Κατερίνα Ρωμιοπούλου, Έφορος Αρχαιοτήτων επί τιμή: Έτσι θα ξεχαστούν οι «φούσκες»
Η Αμφίπολη πάντα βρίσκεται στο τόπο της εδώ και αρκετές χιλιετίες, και περιμένει να αποκαλυφθεί το «μυστικό» που εφηύραν κάποιοι σύγχρονοι καιροσκόποι και ανεγκέφαλοι.
Στην πραγματικότητα, πριν ξοδευτούν κι άλλα χρήματα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα, πρέπει η υπεύθυνη για το έργο της συστηματικής ανασκαφής, προστασίας των κινητών και ακινήτων ευρημάτων τοπική αρχαιολογική υπηρεσία Νομού Σερρών να μεθοδεύσει στοχευόμενα τις φάσεις της έρευνας και της φροντίδας για την αποφυγή περαιτέρω καταστροφής του μνημείου ή των μνημείων του λόφου Καστά οργανώνοντας μια ομάδα έμπειρων στελεχών και νεοτέρων, που θα αποκτήσουν εκεί και μια πολύτιμη για αυτούς μελλοντική εμπειρία.
Στην περίπτωση που, όπως αναμένεται, το υπάρχον προσωπικό δεν επαρκεί για τη σύνθεση της ομάδας, το υπουργείο Πολιτισμού πρέπει, με εισήγηση της τοπικής προϊσταμένης Δήμητρας Μαλαμίδου, πεπειραμένης αρχαιολόγου, να μετακινήσει προσωρινά αρχαιολόγους από γειτονικές περιοχές, ίσως και άλλες ειδικότητες, που θα συμβάλουν στην ορθή επανεκκίνηση της έρευνας και στην ολοκλήρωσή της με τελικό αποτέλεσμα την ερμηνεία της λειτουργίας του αρχαίου συγκροτήματος με τη σχετική επιστημονική επιχειρηματολογία.
Ετσι θα ξεχαστούν οι «φούσκες» και τα λάθη που οδήγησαν σε φαιδρές καταστάσεις μια κατά τα άλλα πολύ ενδιαφέρουσα αποκάλυψη μνημείου (π.χ. πολιτικοποίηση του ευρήματος, ανάμειξη μη ειδικών αλλά πολύ φιλόδοξων επιστημόνων για την προσωπική τους προβολή, διαφόρων καιροσκόπων που στόχευαν σε χρηματικό κέρδος και διέδιδαν φήμες που ανέβαζαν τις τιμές των χωραφιών για τη μελλοντική ανέγερση ξενοδοχείων και ταβερνών, κ.ά.).
Οι ξένοι έγκυροι αρχαιολόγοι δεν ανακατώθηκαν στην έντονη αντιπαράθεση των ελλήνων «ειδικών», ίσως περίμεναν περισσότερα στοιχεία. Μόνο ελάχιστοι και νέοι γνωστοί από δημοσιεύματα και επικοινωνιακά μέσα είπαν τις απόψεις τους. Τελικά αποδείχθηκε ότι ο χώρος (ιερό;) χρησιμοποιήθηκε σε διάφορες εποχές και ακολούθησε ηρεμία.
Η υπογράφουσα ανέσκαψε μεταξύ 1959-1964 στην πρώτη απόπειρα συστηματικής κρατικής ανασκαφής στην περιοχή, που ως τότε, από τον 19ο αιώνα, λυμαίνονταν οι αρχαιοκάπηλοι διαφόρων ευρωπαϊκών κρατών με τη βοήθεια των εντόπιων αγράμματων χωρικών. Νεοδιόριστη και ενθουσιώδης αλλά χωρίς πολλή πείρα βοήθησα τον έφορο Αρχαιοτήτων Δημήτρη Λαζαρίδη, που ήδη είχε αρχίσει ανορθόδοξες, με τα σημερινά κριτήρια, επίσημες ανασκαφές από το 1956. Αλλά οι συνθήκες ήταν άγριες, ήταν ένας πόλεμος ανάμεσα στους νόμιμους αλλά χωρίς πολλούς πόρους αρχαιολόγους και στους άξεστους αλλά καλά εξοπλισμένους αρχαιοκάπηλους. Τελικά επικρατήσαμε.
Από τότε, όταν επέτρεπαν τα άλλα υπηρεσιακά μου καθήκοντα, πήγαινα στην Αμφίπολη για να μελετώ τα ευρήματά μου και να ετοιμάζω τη δημοσίευσή τους. Το 2014 διέκοψα τις επισκέψεις. Είχα ήδη την εμπειρία και την επίγνωση του τι νοοτροπία θα επικρατούσε: δημοσιογραφικός θόρυβος, προβολή ανθρώπων σοβαρών και μη, πιέσεις τοπικής κοινωνίας, ανάμειξη πολιτικών παραγόντων και φυσικά η ευπρόσδεκτη απ’ όλους αμφίβολη, χωρίς προδιαγραφές, τουριστική ανάπτυξη. Διάφορα στελέχη του υπουργείου κατάλληλα ή μη συνόδευαν στις επιτόπου επισκέψεις της τη γενική γραμματέα. Κυρίως ήταν αρχαιολόγοι και τεχνικοί. Ενα ήταν βέβαιο, το έργο δεν πήγαινε καλά. Και δεν έφτανε αυτό, προέκυψε κι άλλο θέμα, η αναζήτηση του αρχαίου θεάτρου-«φάντασμα», που κι αυτό χρηματοδοτήθηκε…
Για να γίνει μια σοβαρή επιστημονική ανασκαφή χρειάζονται υπομονή, βαθιά γνώση της αρχαίας ελληνικής ιστορίας και γλώσσας αλλά και αληθινή συμπαράσταση της πολιτείας με ανάλογη των αποτελεσμάτων χρηματοδότηση και τεχνικά μέσα. Επιστήμονες καλοί υπάρχουν και στις παλιές και στις νεότερες γενιές. Τους αδαείς «ημετέρους» όλων των εποχών ποιος θα τους εξαλείψει;
Δημήτρης Πλάντζος, Aναπληρωτής καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών: Μας έμειναν τα fake news
Τέσσερα χρόνια μετά τον πολλά υποσχόμενο εκείνο Αύγουστο, ποιο υπήρξε τελικά το κληροδότημα της Αμφίπολης; Τι μάθαμε, τι ξεχάσαμε και κυρίως τι θα μπορούσαμε να είχαμε κάνει καλύτερα; Αναμφίβολα πρόκειται για σημαντικό εύρημα, έστω κι αν η ερμηνεία που πιεστικά προβάλλουν οι ανασκαφείς του, συνεπικουρούμενοι και από ορισμένους εκπροσώπους του τότε συστήματος εξουσίας, δεν φαίνεται να πείθει. Το μνημείο δεν μοιάζει να είναι ούτε όσο παλαιό θα ήθελαν κάποιοι ούτε τόσο «επώνυμο». Δεν χρειάζεται άλλωστε – η αρχαιολογία δεν επιβεβαιώνει πάντα αυτά που ήδη γνωρίζουμε, ούτε έρχεται απαραίτητα να δώσει υπόσταση στις συλλογικές εθνικές μας φαντασιώσεις. Αντίθετα, συχνά μας καλεί να αναθεωρήσουμε τις ήδη εδραιωμένες μας βεβαιότητες, επιστημονικές και άλλες.
Τι μένει, λοιπόν, από την Αμφίπολη χίλιες πεντακόσιες ημέρες πάνω – κάτω μετά το πρώτο εκείνο δελτίο Τύπου;
Η εμφανής ανάγκη της τότε πολιτικής εξουσίας να ενστερνιστεί το εύρημα, το οποίο και προεξοφλούσε ως μεγάλο και σημαντικό.
Η βιοπολιτική, όπως την έχω χαρακτηρίσει και αλλού, χρήση του τάφου, με σκοπό τη διάκριση του ντόπιου και διεθνούς ακροατηρίου στους αρχαιόφιλους καταναλωτές του νέου θησαυροκαπηλικού αφηγήματος και στους αρνητές του. Κυρίως, όμως, η ανεπαίσθητη, αλλά και τόσο επικίνδυνη, διολίσθηση από το καθεστώς αλήθειας που οργανώθηκε γύρω από την ατυχή ανασκαφή της Αμφίπολης, στην ασφυκτική συνθήκη των εξωφρενικών fake news που βιώνουμε στις μέρες μας: από τον Αλέξανδρο, την Ολυμπιάδα, τον Ηφαιστίωνα ως «ενοίκους» του τάφου (χωριστά ή όλους μαζί), στα χρυσά που μας κρύβουν ή μας κλέβουν (ή και τα δύο), στους παντοδαπούς ξένους εχθρούς (τόσο αυτούς των Μνημονίων όσο και τους άλλους), τους εξωγήινους, τους Ελ, τους αποίκους από τον πλανήτη Σείριο.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η απερίσκεπτη διάδοση «αρχαιολογικών» σεναρίων – που ουσιαστικά ανακυκλώνουν δημοφιλή μυθεύματα επιστημονικής φαντασίας περί θαμμένων βασιλιάδων, αόρατων επιγραφών και κρυμμένων θησαυρών – ενθαρρύνει την έκρηξη θεωριών συνωμοσίας που κι αυτές με τη σειρά τους συμπαρασύρουν αφηγήματα παραεπιστημονικής και εν τέλει πολιτικής ασυδοσίας που δεν είμαι βέβαιος ότι είμαστε έτοιμοι να διαχειριστούμε ως κοινωνία.
Και κάτι τελευταίο: στο παιχνίδι της Αμφίπολης αναμείχθηκε με ενθουσιασμό και ανευθυνότητα και κομμάτι του λεγόμενου πνευματικού κόσμου που, μην μπορώντας να διαχειριστεί την κατάρρευση των αστικών αφηγημάτων που έφερε η κρίση, θεώρησε πως η πολιτικοποίηση της ανασκαφής λειτουργούσε ενισχυτικά για την τότε κυβέρνηση και τον υποτιθέμενο φιλευρωπαϊκό προσανατολισμό της χώρας. Λοιδορήθηκαν τότε, και από πολλές πλευρές, όσοι διατύπωσαν απόψεις αντίθετες με την επίσημη εκδοχή.
Κατά τρόπο περίεργο, οι φερόμενοι ως υπερασπιστές της λογικής εμφανίστηκαν να συμπαρατάσσονται με τους καταναλωτές θεωριών συνωμοσίας, τους οποίους δήθεν αντιμάχονται. Με άλλα λόγια, η Αμφίπολη δεν μας μιλά τόσο για το επίπεδο της ελληνικής αρχαιολογίας (γι’ αυτό αδιάψευστοι μάρτυρες παραμένουν οι εκατοντάδες συστηματικές και σωστικές ανασκαφές που διεξάγονται υποδειγματικά, κάθε χρόνο, ανά την επικράτεια) όσο για τον τρόπο με τον οποίο επιτελείται ευρύτερα ο δημόσιος διάλογος στη χώρα.
Δρ Αγγελική Κοτταρίδη, Προϊσταμένη Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας: Η εγχείρηση έγινε με μπαλτά
Αποικία των Αθηναίων, ημιαυτόνομο κέντρο συνάντησης διαφορετικών παραδόσεων, ναύσταθμος των Μακεδόνων, έδρα ρωμαϊκής διοίκησης, η Αμφίπολη είναι ένας από τους σημαντικότερους αρχαιολογικούς χώρους της Μακεδονίας. Ωστόσο «κατεπείγουσες» φιλοδοξίες και αλλότριες σκοπιμότητες αμαύρωσαν, ως μη όφειλαν, το όνομά της.
Οι μπουλντόζες που, χωρίς λόγο και φύλλο συκής κατεπείγοντος, κοινωφελούς, σύγχρονου έργου, κατέσκαψαν τον λόφο Καστά υπό τους εκκωφαντικούς ήχους αλλεπάλληλων δελτίων ειδήσεων σε χρόνους τηλεοπτικούς, αλλά καθόλου αρχαιολογικούς, έβαλαν σε δοκιμασία τις αντοχές όχι μόνον του ίδιου του μνημείου, αλλά αυτής καθαυτής της αρχαιολογικής επιστήμης.
Τα αδηφάγα μηχανήματα αλέθοντας τη στρωματογραφία, ξυρίζοντας στοιχεία και δεδομένα, έκαναν δύσκολη, αν όχι αδύνατη την «ανάγνωση» των συμφραζομένων που επιβάλλει η ανασκαφική δεοντολογία, επέτρεψαν όμως τη δημιουργία χολιγουντιανού τύπου σεναρίων και συμπαρέσυραν για μήνες χιλιάδες τηλεθεατές στην αναζήτηση μυθικών θησαυρών, μολονότι σε ένα στοιχειωδώς ασκημένο μάτι από την πρώτη στιγμή ήταν καταφανής η ανελέητη σύληση…
Υπαρκτοί και ανύπαρκτοι όγκοι χωμάτων «γεωμετρήθηκαν», συγκρίθηκαν με κτίρια από τα οποία δεν σώζεται ούτε πέτρα, ένας αρχιτέκτονας, που ούτε για το όνομά του υπάρχει ομοφωνία και ούτε κομματάκι από κάποιο κτίσμα του μπορεί να ταυτιστεί έστω και ως πιθανότητα, επιστρατεύθηκε και η «λήψη του ζητουμένου», το πιο σαθρό έδαφος οποιασδήποτε επιστημονικής υπόθεσης, έγινε ο κανόνας, ώστε να επιτευχθεί ο εξ αρχής πολυπόθητος στόχος, η σύνδεση με τον Μεγαλέξαντρο! Και αν ο ίδιος είναι δύσκολο να είναι εκεί με δυο ντουζίνες τουλάχιστον αρχαίους να επιμένουν άλλα, τουλάχιστον η μάνα του ή έστω ο κολλητός του και όποιος δεν συμφωνεί με αυτό είναι σίγουρα ανθέλλην…
Για να αποδίδει νόημα η ανασκαφή πρέπει να είναι μια σχολαστική, επίπονη, σχεδόν χειρουργική διαδικασία με συγκεκριμένα πρωτόκολλα και τεχνικές και συνεχή τεκμηρίωση. Στην περίπτωση αυτή η εγχείρηση έγινε όχι με νυστέρι, αλλά με μπαλτά και το πολύπαθο σώμα δεν ήταν άλλο από την αρχαιολογία της Μακεδονίας που με εργώδεις προσπάθειες πολλών προσπαθεί να συγκροτήσει καθαρό επιστημονικό λόγο ανάμεσα σε ψευδοεθνικιστικούς αλαλαγμούς και δήθεν προοδευτικούς, «μεταδιαδικαστικούς» σαρκασμούς…
Το επικοινωνιακό φαινόμενο «Αμφίπολη» έδωσε δυστυχώς πλούσια τροφή σε όλους αυτούς… Θα χρειαστεί πολλή δουλειά, σχολαστική ακρίβεια, επιμονή και κυρίως νηφάλια προσέγγιση και διαρκής εγρήγορση για να αποκατασταθεί η τρωθείσα εμπιστοσύνη, ωστόσο το επιστημονικό δυναμικό υπάρχει και, αν πραγματικά θέλουμε, μπορούμε να το κατορθώσουμε.
Στον αντίποδα των μακεδονικών τάφων που χάνονται για πάντα απρόσιτοι κάτω από τον χωμάτινο τύμβο, το μνημείο του λόφου Καστά που πήρε εικόνα τύμβου με μνημειώδη λίθινο περίβολο στην όψη του οποίου προβάλλει το ταφικό κτίριο, αναγνωρίσιμο και προσεγγίσιμο εις το διηνεκές, συνιστά έναν νέο ταφικό τύπο με προγόνους στην Ετρουρία και γνωστά παράλληλα στη Μ. Ασία και τη Β. Αφρική. Οργανωμένο στη μορφή που φαίνεται στο τέλος του 2ου αι. π.Χ. είναι μάλλον το παλιότερο και ένα από τα πιο εντυπωσιακά γνωστά δείγματα του είδους.
Ως τέτοιο πρέπει να αξιολογηθεί, ένα λαμπρό παράδειγμα γόνιμης συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης πολιτισμών, αντίδωρο της Οικουμένης στην πατρώα γη… φοβάμαι όμως πως, φυλακισμένοι στα στενά όρια των νεωτερικών εθνικών κρατών, αδυνατούμε να αντιληφθούμε αυτό που ήταν το μέγα δώρο του Αλέξανδρου και αυτών που ακολούθησαν τον δρόμο του στον Κόσμο.