Την Απήγαγαν Εξωγήινοι και Αποκαλύπτει Ποιός Είναι ο Σκοπός τους
Σπύρος Μακρής
περιεχόμενο φαντασίας, με στοιχεία δημιουργικής γραφής
Η Nesrin Kutlu έζησε μια πολύ ιδιαίτερη εμπειρία όταν ήταν μικρή, περίπου εννέα χρονών, στο Λιβίσι, της σημερινής νοτιοδυτικής Τουρκίας, όπου ισχυρίζεται ότι την απήγαγαν εξωγήινοι, μόλις λίγα χιλιόμετρα από το παραθαλάσσιο τουρκικό θέρετρο Fethiye (ή Μάκρη), μέρος της λεγόμενης Τουρκικής Ριβιέρας, περίπου δύο ώρες με το δελφίνι από τη Ρόδο. Εκεί παλιά, ζούσαν Έλληνες της Ανατολίας μέχρι περίπου το 1923, ύστερα από διωγμούς που ξεκίνησαν περίπου το 1914, προκειμένου να εκκενωθούν τα πλούσια παράλια από τους Έλληνες κατοίκους τους. Αφού το χωριό άδειασε από τον ελληνικό πληθυσμό του δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά, καθώς λέγεται πως οι Τούρκοι φοβόντουσαν τα στοιχειωμένα σπίτια από τα πνεύματα των Ελλήνων. Έτσι, μέχρι και σήμερα παραμένει ένα ερειπωμένο, απόκοσμο, χωριό φάντασμα.
Η Nesrin, από φτωχή οικογένεια, πήγαινε σε ένα κοντινό δημοτικό σχολείο. Κάποιες φορές με μικρή παρέα έτρεχαν στα ερειπωμένα κτίρια και έπαιζαν. Δεν είχε πολλούς φίλους ή φίλες, γιατί οι υπόλοιποι της έκαναν μπούλινγκ επειδή είχε μεγάλη κοιλιά, σα να ήταν έγκυος πέντε μηνών – φυσικά, δεν ήταν. Επιπλέον, τα άλλα παιδιά φοβόντουσαν τις φήμες για τα στοιχειά.
Η παρέα της Nesrin δεν λογάριαζε τα φαντάσματα – ήταν ατρόμητη. Όμως, τελευταία έβλεπαν, μέρα μεσημέρι, κάτι περίεργα φώτα να πετούν στην πλαγιά του λόφου στο Λιβίσι. Κάποια από αυτά λαμποκοπούσαν σαν να ήταν φτιαγμένα από στιλβωμένο μπρούτζο. Το μεσημέρι εκείνο, ο δυνατός καλοκαιρινός ήλιος μπαινόβγαινε μέσα στα λευκά πλαίσια των παραθύρων και έκανε τα σπίτια με τις γκρεμισμένες οροφές να μοιάζουν φωτισμένα, δίνοντας την εντύπωση ότι ήταν ζωντανά και χαρούμενα, κατοικημένα.
Η Nesrin με την αχώριστη φίλη της Sukran, είχαν κρεμαστεί σε ένα παράθυρο και ρέμβαζαν στην εκπληκτική θέα, λέγοντας τα δικά τους. Κάποια στιγμή ένα ιπτάμενο φως πέρασε από πάνω τους με μικρή ταχύτητα. Του κούνησαν το χέρι σαν για να το χαιρετήσουν. Αμέσως μετά ξέσπασαν σε γέλια. Πήδηξαν από το παράθυρο στο πέτρινο Μικρασιάτικο δρομάκι, ενώθηκαν με την υπόλοιπη παρέα και πήγαν να εξερευνήσουν άλλο σπίτι, για να συνεχίσουν το παιχνίδι τους.
Την επόμενη φορά που ήρθαν, η Nesrin με τη Sukran είδαν ξανά ένα φως να περνά από πάνω τους – αυτή τη φορά το είδαν και τρία ακόμα παιδιά από την παρέα. Του κούνησαν το χέρι ξανά. Το ίδιο συνέβη δυο-τρεις φορές ακόμα. Μόνο που την τελευταία φορά, ο χαιρετισμός δεν κατέληξε σε γέλια, όπως τις άλλες φορές.
Η Nesrin είχε απομακρυνθεί, μόνη της από την υπόλοιπη παρέα, χωρίς να το καταλάβει. Για μια στιγμή της φάνηκε ότι είχε χαθεί σε κάποιο στενό σοκάκι, ανάμεσα σε πέτρινα σπίτια που έχασκαν μισογκρεμισμένα. Βρισκόταν μπροστά σε μια χτιστή σκάλα που δεν οδηγούσε πουθενά. Ίσως κάποτε να έφτανε σε κάποια ταράτσα ενός σπιτιού που σήμερα δεν υπήρχε. Μόλις συνηδειτοποίησε ότι ήταν πολύ μακριά από τους φίλους της, το γνωστό ιπτάμενο αντικείμενο πέταξε από πάνω της και, σα να στάθηκε εκεί. Σήκωσε το χέρι της και το κούνησε προς αυτό, όπως έκανε πάντα. Τότε, από το πουθενά, η Nesrin λούστηκε στο φως και της φάνηκε ότι βρέθηκε μέσα σε ένα χώρο με διάφανους τοίχους, πάνω από το Λιβίσι. Η θέα του από εκεί ψηλά ήταν καταπληκτική, όμως η ίδια είχε κατατρομάξει.
Το επόμενο που θυμάται ήταν πως μέσα στο μυαλό της άκουσε κάτι σαν “Μην φοβάσαι. Είμαστε φίλοι σου”. Αναλαμπές από αυτή την εμπειρία, της έρχονταν αργότερα, κατά καιρούς: Θυμόταν κάτι ανθρωπόμορφα όντα που βγήκαν από μία αίθουσα. Η ίδια βρισκόταν ξαπλωμένη σε ένα τραπέζι, σαν κρεβάτι. Ούρλιαζε. Μετά κενό. Ύστερα αισθάνθηκε τον ήλιο να της ζεσταίνει το μάγουλο και όλο το πρόσωπο και το σώμα, ακριβώς σε εκείνη την πέτρινη σκάλα, ανάμεσα σε όρθιες πέτρες που θύμιζαν περιγράμματα σπιτιών. Ήταν πάλι στο Λιβίσι.
Αφού συνήλθε, σηκώθηκε και πρόσεξε κάτι διαφορετικό επάνω της. Η φουσκωμένη κοιλιά της είχε εξαφανιστεί. Αισθάνθηκε όμορφα, αλλά εξακολουθούσε να είναι τρομοκρατημένη, χωρίς να μπορεί να θυμηθεί. Περιπλανήθηκε για αρκετή ώρα στα σοκάκια φωνάζοντας την κολλητή της φίλη Sukran, αλλά και την υπόλοιπη παρέα. Ξαφνικά μπροστά της βρέθηκαν άντρες της διάσωσης. Της είπαν πως είχε χαθεί για τρεις μέρες.
Το ίδιο βράδυ, αλλά και χρόνια μετά, έβλεπε συχνά τους ίδιους εφιάλτες που είχε στις αναλαμπές της: Τα λευκά παράθυρα με τη θέα του Λιβισίου από ψηλά, τα περίεργα όντα, το χειρουργικό τραπέζι, τα ουρλιαχτά της. Πάντα προσπαθούσε να βρει απαντήσεις για το τι της συνέβη. Η πιο ταιριαστή εξήγηση ήταν πως είχε απαχθεί από εξωγήινους. Δεν ήξερε το λόγο, ούτε μπορούσε να εξηγήσει γιατί την άφησαν. Τι της έκαναν; Τι μπορεί να της έκαναν; Οι εξετάσεις στο νοσοκομείο όπου την οδήγησαν οι άντρες της διάσωσης, έδειξαν πως ήταν υγιέστατη. Ίσως, πιο υγιής από ποτέ. Μάλιστα, είχε γίνει η καλύτερη μαθήτρια στην τάξη της – σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη. Σαν κάποιος να της εμφύτευσε τη θέληση για μάθηση.
Με τη ίδια φίλη της από το Δημοτικό, την Sukran, στα 25 τους πια, η Nesrin αποφάσισε να κάνει συνεδρίες ύπνωσης, μήπως μάθει τι της είχε συμβεί εκείνο το καλοκαίρι στο Λιβίσι, όπου δεν ξαναπάτησε ποτέ μετά τη δυσάρεστη εμπειρία της. Αφού ξαναέζησε τις πρώτες αναλαμπές, είδε επιπλέον πως τα όντα εκείνα, με κάποιο τρόπο, τη νάρκωσαν. Είδε πως την χειρούργησαν. Της έβγαλαν ένα μεγάλο όγκο που διαρκώς μεγάλωνε στη κοιλιά της και, σίγουρα, κάποια στιγμή θα της δημιουργούσε αφόρητους πόνους, έως και θάνατο. Κανείς από τους δικούς της δεν ασχοληθεί με το αλλόκοτο φούσκωμα. Αλλά ούτε και η ίδια είχε πόνους ή παραπονιόταν για ενοχλήσεις από αυτό που υπήρχε μέσα της.
Ένιωσε μια μεγάλη ανακούφιση από αυτές τις μνήμες και μία ευγνωμοσύνη προς τα πλάσματα που έσκυψαν και την περιέθαλψαν με τόσο ενδιαφέρον. Αφού συμφιλιώθηκε με το γεγονός, με την εμπειρία της και με την όλη ιδέα, δεν ξαναείδε εφιάλτες. Ήξερε πλέον, πως τους χρωστούσε. Ίσως μια μέρα να τους το ξεπλήρωνε με κάποιο τρόπο. Τα ανθρωπόμορφα όντα την απήγαγαν για να την θεραπεύσουν. Η ιστορία της Nesrin, δημοσιεύτηκε από την παιδική της φίλη Sukran Doruk και πλέον επιφανή δημοσιογράφο, στην τουρκική εφημερίδα Hürriyet.
*Η ιστορία και τα ονόματα είναι φανταστικά, προϊόν μυθοπλασίας και δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, ούτε ανταποκρίνονται σε αυτήν. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα και καταστάσεις είναι καθαρή σύμπτωση.
diadrastika / Image by Enrique Meseguer from Pixabay