Ανέκδοτο. Ένα ζευγάρι πάει σε ένα ορεινό χωριό
Ένα ζευγάρι πάει σε ένα ορεινό χωριό με ησυχία για να μείνει το Σαββατοκύριακο και να ηρεμήσει από την πολύβουη πόλη. Παρκάρουν στην άκρη του χωριού και βγαίνουν να απολαύσουν τη θέα και να πάρουν καθαρό αέρα.
Ησυχία! Ήταν σκέτη απόλαυση! Αυτό ήθελαν! Μόνο το αεράκι ακουγόταν που κάποιες φορές παρέσυρε μερικά φύλλα. Κάτι πουλάκια ακούγονταν από μακριά. Ησυχία!
Στη συνέχεια, μπαίνουν πάλι στο αμάξι και παίρνουν τον μοναδικό δρόμο να συνεχίσουν μέχρι να φτάσουν στο κέντρο του χωριού.
Η διαδρομή ήταν υπέροχη! Ούτε αυτοκίνητα, ούτε η βαβούρα της πόλης, ούτε φωνές, ούτε άνθρωποι. Ησυχία! Περνούσαν ανάμεσα από σπίτια με παράθυρα ανοιχτά και τις κουρτίνες να ανεμίζουν, αλλά κανείς άνθρωπος δεν φαινόταν μέσα ή έξω από αυτά. Ησυχία!
Περνούσαν δίπλα από κοτέτσια, αλλά καμία κότα και κανένας κόκορας δεν φαινόταν εκεί τριγύρω. Περνούσαν δίπλα από μικρές ταβερνούλες με τραπεζάκια έξω με στρωμένα τραπεζομάντηλα να ανεμίζουν, αλλά άνθρωπος πουθενά. Ίσως, δεν ήταν ώρα ακόμα, σκέφτηκαν. Με λίγα λόγια, επικρατούσε ησυχία, περισσότερο από το συνηθισμένο, καμία ύπαρξη, κανένας άνθρωπος πουθενά. Ησυχία!
Κάποια στιγμή έφτασαν στον κέντρο το χωριού. Κατέβηκαν από το αμάξι και προχώρησαν. Άνθρωπος πουθενά! Γύρω από την κεντρική πλατεία, το μοναδικό καφενείο με στρωμένα τραπεζάκια, μεζεδάκια και ουζάκια επάνω τους. Κάποια τραπεζάκια είχαν τάβλι ανοιχτά επάνω τους, με τα πούλια σε μερικές θέσεις και τα ζάρια σαν να είχε γίνει μόλις μία ριξιά… Αλλά… άνθρωπος πουθενά: ούτε στα τραπεζάκια ούτε μέσα στο καφενείο, ούτε πουθενά ολόγυρα…
Άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δεν ήταν φυσιολογικό.
Μετά από λίγη ώρα είδαν ένα ποδήλατο με τον αναβάτη του να περνάει. Επιτέλους! Μάλλον εδώ ξυπνούν αργά, σκέφτηκαν και τον σταμάτησαν για πληροφορίες.
Εκείνος τους είπε να φύγουν γρήγορα γιατί το χωριό είναι στοιχειωμένο και έφυγε αναπτύσσοντας ταχύτητα.
Το ζευγάρι αρχικά ξαφνιάστηκε, αλλά μετά σκέφτηκε πως ο νεαρός τους έκανε πλάκα. Δεν υπάρχουν στοιχειωμένοι τόποι. Μόνο στις ταινίες.
Λίγα μέτρα πιο πέρα βλέπουν μια γριά να κάθεται σε μία κουνιστή καρέκλα, στην αυλή ενός σπιτιού! Επιτέλους ένας ακόμα άνθρωπος! Τους κορόιδευε ο νεαρός, σκέφτηκαν! Την πλησιάζουν και αρχίζουν να την ρωτούν διάφορα για το πως θα πάνε σε διάφορα μέρη που ήθελαν να δουν, όπως μία ωραία λίμνη, κάτι φανταστικούς καταρρακάτες και άλλες τοποθεσίες. Η γριούλα, πρόθυμη τους εξηγούσε ή τους έδινε κατευθύνσεις πως θα πάνε εκεί που ήθελαν.
Κάποια στιγμή εκδηλώνουν την απορία τους σχετικά με την ερημιά στο χωριό:
«Όλο το χωριό είναι άδειο. Δεν συναντήσαμε ούτε ψυχή, ούτε γάτα. Που έχουν πάει όλοι οι άνθρωποι;»
«Ποιοι άνθρωποι;» ρώτησε η μυστηριώδης γιαγιούλα και το μάτι της γυάλισε κάπως παράξενα στο μεσημεριανό φως.
Ο άντρας και η γυναίκα κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και τότε σκέφτηκαν να την ρωτήσουν αυτό που τους είπε ο νεαρός με το ποδήλατο:
«Είναι αλήθεια ότι στο χωριό κυκλοφορούν φαντάσματα;»
Και απαντάει η γριά:
«Όχι βέβαια. Ποιος τα λέει αυτά; Πεντακόσια χρόνια ζω εδώ και δεν έχω δει κανένα.»
poly-gelio.gr και diadrastika / Image by yayayoyo from depositphotos.com