Ανέκδοτο. Ένας παπάς οδηγώντας προς την ενορία του, είδε στο δρόμο μία καλόγρια και σταμάτησε να την πάρει.
Μία καλόγρια είχε χαθεί και κουραστεί όλη μέρα να γυρίζει στην πόλη προκειμένου να βρει άκρη με τα λεωφορεία και κάποιον να την καθοδηγήσει για να φτάσει στη μονή. Και ταξί πουθενά! Έκανε, λοιπόν, ωτοστόπ.
Ένας παπάς σταμάτησε και της έκανε νόημα να μπει στο αμάξι. Η καλόγρια κάθισε στην θέση του συνοδηγού και καταλάθος σηκώθηκε αρκετά το ράσο της ώστε να φανούν οι γάμπες της, αλλά εκείνη αμέσως κατέβασε το ύφασμα για να τις καλύψει.
Ο παπάς γούρλωσε τα μάτια του που φάνηκαν τα καλλίγραμμα πόδια της, οπότε λίγο πιο πέρα άφησε το ένα χέρι από το τιμόνι και, δήθεν στο αδιάφορο, το έβαλε στο μπούτι της.
Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε με ένα μυστηριώδες ταπεινό και γλυκό χαμόγελο.
«Πάτερ, σκεφτείτε τον ψαλμό 129», του είπε.
Εκείνος, ειδικά εκείνη τη στιγμή, δε θυμόταν τι λέει ο ψαλμός 129. Ήταν αρκετά αναστατωμένος. Ωστόσο, έβγαλε το χέρι του από το πόδι της, της ζήτησε συγνώμη και συνέχισε να οδηγεί.
Ξαφνικά, η καλόγρια άρχισε να φαίνεται ανήσυχη και να κουνάει νευρικά τα πόδια της.
– Μια μέλισσα, μια μέλισσα, άρχισε να φωνάζει.
Η μέλισσα φαίνεται πως είχε χωθεί κάτω από το ράσο της και στην προσπάθειά της η καλόγρια να την διώξει αναγκάστηκε να σηκώσει το ράσο για να το τινάξει, οπότε πάλι φάνηκαν τα καλλίγραμμα πόδια της, αυτή φορά μέχρι τα μπούτια.
Η αναστάτωση του παπά που δεν είχε καλμάρει, φούντωσε ακόμα περισσότερο. Μετά από λίγη ώρα της ξανάπιασε το μπούτι και του ξαναλέει εκείνη:
«Πάτερ, σκεφτείτε τον ψαλμό 129», του είπε και γύρισε να τον κοιτάξει με εκείνο το μυστηριώδες ταπεινό και γλυκό χαμόγελο.
Ο παπάς ξαναζήτησε συγνώμη και πήρε το χέρι του από πάνω της. Κάποια στιγμή έφτασαν στο μοναστήρι, η καλόγρια κατέβηκε και πάτησε σε κάτι λάσπες.
– Λερώθηκαν τα παπούτσια μου, είπε εκείνη και σήκωσε λίγο το ράσο να τα σκουπίσει, οπότε και πάλι φάνηκαν λίγο οι καλλίγραμμες γάμπες της.
Τα μάτια του παπά είχαν πεταχτεί και αν μπορούσαν θα είχαν χωθεί μέσα στο ράσο από κάτω. Η καλόγρια έστρεψε εκείνο το μυστηριώδες ταπεινό και γλυκό βλέμμα της και τον κοίταξε.
«Πάτερ, σκεφτείτε τον ψαλμό 129», του είπε για μία ακόμα φορά και στάθηκε μια στιγμή σαν να περίμενε κάτι.
Ο παπάς ξεροκατάπιε και ζήτησε συγνώμη. Η καλόγρια τον ευχαρίστησε που την έφερε ως τη μονή και έφυγε.
Ο παπάς, τρελαμένος οδήγησε σαν ραλίστας να φτάσει στην ενορία του και μόλις έφτασε στην εκκλησία έτρεξε γρήγορα για να βρει τον ψαλμό 129. Είχε σκαλώσει τόσο πολύ με τα μπούτια της καλόγριας που ακόμα δεν μπορούσε να θυμηθεί τι έγραφε. Γύριζε τις σελίδες σαν μανιακός, κόντευε να τις σκίσει. Τελικά βρήκε αυτό που έψαχνε. Ο ψαλμός έγραφε:
«Να στοχεύεις πιο ψηλά, έτσι θα βρεις την ευτυχία»!
– Όχι, ρε γαμώτο… πως την πάτησα έτσι; σκέφτηκε.
Η καλόγρια του έδινε οδηγίες να προχωρήσει και όχι να σταματήσει!
poly-gelio.gr και diadrastika / Image by lineartist from depositphotos.com