Ανέκδοτο: Ο Μένιος βρίσκεται σε ένα σπίτι φίλων για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν
Μετά την αλλαγή του χρόνου έστρωσαν τσόχα στο τραπέζι και άρχισαν να παίζουν χαρτιά και διάφορα άλλα τυχερά παιχνίδια. Στην αρχή πόνταραν μικρά ποσά αλλά μετά το παιχνίδι χόντρυνε. Ο Μένιος έπαιζε για πρώτη φορά και έχανε συνέχεια αλλά δεν το έβαζε κάτω, με αποτέλεσμα να χάσει όλη του την περιουσία.
Φεύγει από το σπίτι απογοητευμένος και πάνω στην απελπισία του σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Βρίσκει μια γέφυρα εκεί κοντά και ετοιμάζεται να πέσει. Εκείνη τη στιγμή εμφανίζεται μπροστά του ο Αϊ-Βασίλης!
«Τί σου συμβαίνει παιδί μου;» τον ρωτάει.
«Άγιε μου, έχασα τα πάντα, μέχρι και το σπίτι μου. Το μόνο που έχει απομείνει είναι 27 ευρώ. Κι αυτά δεν ξέρω πως ξέμειναν στην τσέπη μου.»
«Κι εγώ ο Αϊ-Βασίλης γιατί είμαι εδώ; Θα σε βοηθήσω να τα πάρεις όλα πίσω!»
«Αλήθεια; Θα το κάνεις αυτό για μένα;»
«Ναι αλλά πρώτα θα κάνεις κι εσύ κάτι για μένα».
«Τι θα ήθελες;»
«Να, τίποτα σπουδαίο. Θα μου δώσεις αυτά τα λίγα που σου έμειναν για να πάρω να φάνε κάτι τις, οι τάρανδοι και τα ελάφια μου που σέρνουν το έλκηθρο. Γι’ αυτό με βλέπεις με τα πόδια. Εξαντλήθηκαν! Και οι άνθρωποι περιμένουν δώρα από μένα κι όχι να ζητάω εγώ».
«Και τώρα, πως ζητάς από μένα;»
«Μα θα σε εξυπηρετήσω, παιδί μου. Θα γίνεις ξανά πλούσιος!»
Ο Μένιος δεν μπορούσε να καταλάβει, αλλά από το να αυτοκτονήσει το προτίμησε κι έτσι δέχτηκε. Του έδωσε τα λεφτά. Ο Αϊ-Βασίλης τον ευχαρίστησέ κι έφυγε.
«Έι, που πάς;» τον φώναξε ο Μένιος. «Τώρα είμαι και πάλι πλούσιος;»
Ο Αϊ-Βασίλης, αν και είχε κάπως απομακρυνθεί, κοντοστάθηκε. Γύρισε και τον κοίταξε.
«Μα για πες μου νεαρέ, ποια είναι η ηλικία σου;»
«Είμαι 37.» του απαντάει ο Μένιος αναστενάζοντας.
«Και σε αυτήν την ηλικία πιστεύεις ακόμα ότι υπάρχει ο Αϊ-Βασίλης;»
poly-gelio.gr / diadrastika