Ανέκδοτο: Δύο πεθαμένοι, ο ένας τυλιγμένος με φλις κουβέρτα, σκούφο και γάντια, συναντιούνται στον Παράδεισο
Δύο πεθαμένοι, άγνωστοι μεταξύ τους, συναντιούνται στην είσοδο του Παραδείσου. Ο ένας φαινόταν χαρούμενος, ο άλλος έμοιαζε εντελώς ξεπαγιασμένος και ήταν τυλιγμένος με μία φλις κουβέρτα, φορούσε σκούφο και γάντια. Περίμεναν τον Άγιο Πέτρο να έρθει να τους ανακοινώσει που θα πήγαιναν.
– Γεια σας κύριέ μου. Τι κάνετε; χαιρέτησε ο χαρούμενος κύριος
– Γειά σου και σένα, απάντησε ο άλλος μουντά.
– Από τι πεθάνατε; ρώτησε κεφάτα.
– Εγώ πέθανα παγωμένος, απαντάει αυτός που ήταν τυλιγμένος με την κουβέρτα. Εσύ, από τι πέθανες; ρώτησε με τη σειρά του.
– Εγώ πέθανα από τη χαρά μου!
– Τι εννοείς; Δεν καταλαβαίνω. Πώς πέθανες από τη χαρά σου; απόρησε.
– Να, γύρισα στο σπίτι μου και βρήκα τη γυναίκα μου εντελώς τσιτσίδι στο κρεβάτι επάνω. Δεν το συνηθίζει και όπως καταλαβαίνετε αυτό σήμαινε ένα πράγμα.
– Ότι υπήρχε εραστής, απάντησε ο άλλος.
– Ακριβώς. υπήρχε εραστής μέσα στο σπίτι και κάπου κρυβόταν.
– Για συνέχισε, του πρότεινε ο άλλος με μεγάλο ενδιαφέρον.
– Κάπου έπρεπε να κρυβόταν ο εραστής, λοιπόν. Και άρχισα να τον ψάχνω.
– Για συνέχισε, για συνέχισε, τον προέτρεψε ο άλλος με ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον.
– Ε, να, έψαξα κάτω από το κρεβάτι, πίσω από τις κουρτίνες, στη ντουλάπα, έξω στο μπαλκόνι, στο μπάνιο, στην κουζίνα, στο σαλόνι. Δεν τον βρήκα πουθενά. Και επειδή δεν τον βρήκα και άρα δεν υπήρχε εραστής, η χαρά μου ήταν τόσο μεγάλη που η καρδιά μου δεν άντεξε και πέθανα.
Ο ξεπαγιασμένος και τυλιγμένος στην κουβέρτα, κούνησε το κεφάλι κάπως μοιρολατρικά και του είπε:
– Μέσα στον καταψύκτη, όμως, δεν έψαξες! Έψαξες; Δεν έψαξες;
– Όχι… είπε ο άλλος απορρώντας.
– Ε, αν έψαχνες και στον καταψύκτη, τώρα θα είμαστε και οι δύο ζωντανοί!
Image by lenmdp from depositphotos.com