Ανέκδοτο: Ένας παπάς πάει στη Μύκονο να σώσει το νησί από την κατάπτωση των ηθών
Σε μια συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου συζητούν οι παπάδες την κατάπτωση των ηθών στο νησί της Μυκόνου.
– Σόδομα και Γόμορρα γίνονται εκεί πέρα! λέει ένας παπάς.
– Πρέπει να ρίξει ο Θεός φωτιά και να τους κάψει! λέει ένας άλλος.
– Πρέπει να κάνει κατακλυσμό και να βυθίσει το νησί! λέει ένας τρίτος.
– Όχι, όχι, λέει ένας τέταρτος. Ο Θεός περιμένει από εμάς να κάνουμε κάτι. Όταν έριχνε θειάφι και φωτιά ή όταν έκανε κατακλυσμούς, δεν υπήρχαν οι απόστολοι και οι ιερείς. Τώρα, όμως, υπάρχουμε και είμαστε υποχρεωμένοι να αναλάβουμε δράση.
– Και τι να κάνουμε, δηλαδή; Τι προτείνετε, άγιε πατέρα; ρώτησε ο πρώτος.
– Θα πρέπει να στείλουμε έναν ιερέα να τους μιλήσει και να διαδώσει τον Λόγο του Θεού.
Όλοι συμφωνούν και αποφασίζουν, να στείλουν έναν επίσκοπο να κηρύξει το Λόγο του Θεού στο νησί. Φεύγει ο Επίσκοπος, μπαίνει στο καράβι και όταν φτάνει στη Μύκονο, τον υποδέχεται ο παπάς της ενορίας. Αφού του ζητάει λεπτομέρειες, εκείνος του λέει:
– Οι ντόπιοι πιστοί πηγαίνουν στην εκκλησία και εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή, Όμως, οι τουρίστες που ασελγούν, κυρίως, τους θερινούς μήνες, δεν πηγαίνουν. Κάνουν τα αίσχη τους, ακόμα και έξω από τον ιερό ναό.
Σκέφτεται λίγο ο Επίσκοπος και αποφασίζει να κάνει μία γύρα στα μαγαζιά ο ίδιος. Μπαίνει, λοιπόν, στο πρώτο γνωστό gay bar που του είπαν. Όλοι οι θαμώνες τον κοίταζαν περίεργα αλλά κανείς δεν του έδωσε περισσότερη σημασία για περισσότερο από μερικά δευτερόλεπτα.
Πήγε, λοιπόν, ο επίσκοπος στο “βήμα” του DJ, άνοιξε τα μικρόφωνα και άρχισε:
– Θα ήθελα την προσοχή σας, παρακαλώ. Θα ήθελα να σας μιλήσω σήμερα για τη Μαρία τη Μαγδαληνή, η οποία ήταν μια ιερόδουλη…
Αφού είπε όλη την παραβολή και δεν είδε τίποτα σημαντικές αντιδράσεις, έκανε νόημα στον παπά που περίμενε απ’ έξω να μπει μέσα με το θυμιατήρι ενώ ένας άλλος φέρνει στον επίσκοπο την λεκάνη με τον αγιασμό και αρχίζουν να ψέλνουν:
«Σώσον Κύριε το λαόν σου…».
Ξαφνικά ακούνε μια τσιριχτή φωνή να ξεχωρίζει από όλους τους θαμώνες:
– Μωρή τζαζλή! Αχ, καλέ εσύ με το μαύρο ριχτό και το μούσι!
Γυρίζουν έκπληκτοι οι παπάδες και κοιτούν να δουν ποιος είναι αυτός που τους μιλάει με αυτόν τον τρόπο. Τότε ο θαμώνας, αμέσως, δείχνει εκείνον με το θυμιατό και λέει:
– Καλέ, εσύ! Αχ καλέ, το τσαντάκι σου που το πας πέρα δώθε… πήρε φωτιά!
diadrastika / Image by pepeemilio2 from depositphotos.com