Ανέκδοτο: Τρία παιδιά λένε τρομακτικές ιστορίες
Είναι τρία παιδάκια σε διακοπές, σε ένα οργανωμένο κάμπινγκ. Αύγουστος μήνας, πολύ ζέστη και τα παιδάκια είχανε σκάσει. Λέει το ένα απ’ τα τρία να πάνε στο αναψυκτήριο που είχε δροσιά. Αφού πήγαν, λοιπόν, κάθισαν και άρχισαν να λένε διάφορες ιστορίες.
Πολύ γρήγορα πέρασε η ώρα και επέστρεψαν πίσω στη σκηνή τους. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει, οπότε σε κάποια φάση ένα παιδί προτείνει να πούνε τρομακτικές ιστορίες.
– Μα, τι λες; Τρομακτικές ιστορίες λένε μόνο στις αμερικάνικες ταινίες. Είναι ξενέρωτες, αντιδρά ο ένας της παρέας.
– Έλα, θα έχει πλάκα. Κάτσε να πούμε καμία, λέει το άλλο.
Μπαίνουν στη σκηνή, ανάβουν το φαναράκι για να κάνει περίεργες σκιές και ξεκινάει ο πρώτος:
– Κάποτε σε ένα χωριό ήτανε μια γιαγιά που συνήθιζε να πλέκει με τις βελόνες της. Μια μέρα εκεί που έπλεκε, έγινε ένας σεισμός και ΧΡΑΠ, της κόβεται το δάχτυλο και αυτή λιποθυμάει. Μπαίνει στο κατόπιν ένας ληστής στο σπίτι και βλέπει τη γιαγιά κάτω. Αρπάζει το δάχτυλο όπως είναι από κάτω γιατί είδε ένα χρυσό δαχτυλίδι επάνω του. Δεν ήξερε όμως ότι το δαχτυλίδι ήταν στοιχειωμένο και τον έπιασε η κατάρα που είχε πέσει στο δαχτυλίδι…
– Σιγά την ιστορία, λένε τα άλλα δύο παιδιά.
Ξεκινάει το δεύτερο παιδί την δική του ιστορία:
– Ήταν ένας αγρότης πριν πολλά χρόνια στο χωράφι του και έσπερνε καλαμπόκι. Εκεί που φύτευε μια μέρα το καλαμπόκι του, βλέπει κάτι μυτερό κάτω. Πλησιάζει να δει αλλά δε μπορούσε να καταλάβει τι είναι. Πάει να το τραβήξει από κάτω και βγαίνει ένας μεγάλος βόας και τον έφαγε μετά!
– Καλά, μπαρμπούτσαλα, λέει και το τρίτο παιδάκι. Ακούστε να σας πω τρομακτική ιστορία, την οποία την έχω ζήσει εγώ ο ίδιος.
Αμέσως τα άλλα δύο παιδιά, δείχνουν μεγάλο ενδιαφέρον, αφού πρόκειται για αληθινή ιστορία. Κάθονται λοιπόν και τον ακούνε προσεκτικά:
– Μια νύχτα πριν από πολλούς μήνες καθόμουνα στο ίντερνετ. Διαβάζω για διάφορα φαντάσματα και δαίμονες. Φτάνω λοιπόν στο σημείο που έλεγε ότι αν πας στον καθρέφτη του μπάνιου σου στις 12 η ώρα μετά τα μεσάνυχτα, με ένα κερί και φωνάξεις 3 φορές δυνατά “ελευθερώσου” εμφανίζεται ο σατανάς.
Τα άλλα δύο παιδιά ξεροκατάπιαν, αλλά ήδη κρεμόντουσαν από τα χείλη του και ανυπομονούσαν να μάθουν την συνέχεια:
– Πάω λοιπόν να το δοκιμάσω. Πήρα ένα κερί, στάθηκα μπροστά στον καθρέφτη και άρχισα να φωνάζω με δύναμη: ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΩΣΟΥ.
Τα άλλα δύο παιδιά είχαν πάθει σοκ, από τις περιγραφές του φίλου τους, αλλά και από διάφορες εικόνες που έφερναν στο μυαλό τους.
– Και εμφανίστηκε ο;;;… ρωτάνε έντρομα τα άλλα δυο παιδάκια.
– Όχι.
– Αλλά; Τι εμφανίστηκε
– Η μάνα μου με μια παντόφλα!
diadrastika / Image by AR Graphic53 from depositphotos.com