Ανέκδοτο: Η πεθερά μου ήταν λοκατζής
Συναντώνται δυο φίλοι μετά από αρκετό καιρό. Αφού λένε τις πρώτες κουβέντες, ο ένας παρατηρεί ότι άλλος φοράει ένα μαύρο περιβραχιόνιο και τον ρωτάει:
– Γιατί φοράς μαύρο περιβραχιόνιο. Πέθανε κάποιος;
– Άσε χάσαμε την γρια, την πεθερά μου.
– Από γεράματα φαντάζομαι.
– Όχι.
– Δηλαδή πως πέθανε;
– Να, είχε ανέβει στην ταράτσα να απλώσει τα ρούχα και στηρίχτηκε στα κάγκελα. Σάπια όπως ήταν υποχώρησαν και έπεσε.
– Α, την κακομοίρα… Και σκοτώθηκε, ε;
– Όχι. Πέφτοντας, πιάστηκε από το παραθυρόφυλλο αλλά και αυτό δεν άντεξε. Έσπασε και παρ την κάτω…
– Και σκοτώθηκε;
– Όχι, διότι πέφτοντας πιάστηκε από την υδρορροή, και αυτή δεν άντεξε και έσπασε και παρ την κάτω…
– Και τότε σκοτώθηκε;…
–Όχι, διότι από κάτω ήταν ανοικτή η τέντα, οπότε κάνει γκελ στην τέντα και πετάγεται προς τα πάνω. Πιάνεται από την άκρη της σκεπής αλλά δεν άντεξαν τα κεραμίδια, υποχώρησαν και παρ την κάτω…
– Και σκοτώθηκε, φαντάζομαι…
– Όχι, διότι κάνει ξανά γκελ στην τέντα και πιάνεται απ την άκρη του μπαλκονιού, οπότε βγαίνει ο πεθερός μου με το δίκανο και μπαμ-μπαμ την πυροβολεί φωνάζοντας:
“Άει στο διάολο μωρή σκ@τό-γρια… Έτσι που το πας θα μας γκρεμίσεις όλο το σπίτι…”
newsblog.gr