Ανέκδοτο: Άγιε μου Βασίλη φέτος θέλω χοντρό πορτοφόλι
Ήταν ένας παχουλός κύριος που φαινόταν προβληματισμένος. Δεν είχε μπει καλά-καλά ο Δεκέμβριος και είχε ήδη τσακίσει ένα κιλό μελομακάρονα στην καθισιά του, ενώ ενδιάμεσα έκανε ένα μικρό διάλειμμα δοκιμάζοντας κουραμπιέδες.
Παρακολουθούσε στην τηλεόραση διάφορες εκπομπές και τα δελτία ειδήσεων που είχαν αφιέρωμα στον Άγιο Βασίλη και σε παιδάκια που του έγραφαν γράμμα και του ζητούσαν να του φέρουν διάφορα για δώρα με την καινούργια χρονιά, επειδή ήταν καλά παιδιά.
Ήρθε και η Παραμονή Χριστουγέννων και τα παιδάκια γύρναγαν από σπίτι σε σπίτι και έλεγαν τα κάλαντα.
Τα πρώτα που ήρθαν στο σπίτι του, αφού του τα έψαλλαν, τα ρώτησε ένα-ένα:
— Πιστεύετε στον Άγιο Βασίλη;
— Φυσικά, του απάντησαν εκείνα με μια φωνή.
— Και του έχετε γράψει γράμμα για να σας φέρει δώρα, επειδή ήσασταν καλά παιδιά;
— Φυσικά, του απάντησαν εκείνα με μια φωνή.
— Και σας τα φέρνει;
— Φυσικά, του απάντησαν εκείνα με μια φωνή.
— Ότι του έχω ζητήσει, μου το έφερε! αποκρίθηκε ένα παιδάκι.
— Κι εγώ που ήθελα ένα ποδήλατο, μου το έφερε! είπε ένα άλλο αγοράκι.
— Κι εγώ που ήθελα μία κούκλα που μιλάει, μου την έφερε! είπε ένα κοριτσάκι.
— Και πετυχαίνει πάντα, ε; ρώτησε ο κύριος.
— Το μυστικό, κύριε, στο γράμμα προς τον Άγιο Βασίλη, είναι να είστε ακριβής και να ζητάτε με σαφήνεια αυτό που θέλετε, γιατί είναι τόσα πολλά τα γράμματα που λαβαίνει που μπορεί να μπερδευτεί! του εξήγησε το κοριτσάκι.
— Εντάξει παιδιά! Σας ευχαριστώ! Καλά Χριστούγεννα να έχετε, είπε και ο κύριος. Τους έδωσε από μερικά κέρματα και γύρισε στο σαλόνι.
Κάθισε στον καναπέ, έφαγε ένα μελομακάρονο. Το σκέφτηκε λίγο, έφαγε και έναν κουραμπιέ και πήρε τις αποφάσεις του. Σηκώθηκε. Πήρε χαρτί και στυλό, έφαγε ένα μελομακάρονο και άρχισε να γράφει:
— Άγιε μου Βασίλη, φέτος ήμουνα καλό άνθρωπος. Έκανα καλές πράξεις, δεν έβλαψα κανέναν και δεν στενοχώρησα κανέναν. Άγιε μου Βασίλη, φέτος θέλω χοντρό πορτοφόλι και λεπτό, αδύνατο σώμα. Μην τα μπερδέψεις και τα κάνεις ανάποδα!
Ταχυδρόμησε το γράμμα. Περνούσαν οι μέρες μέχρι που το ξέχασε. Όχι πολύ καιρό αργότερα, επιστρέφοντας από τη δουλειά, λίγα βήματα από την εξώπορτα του σπιτιού του είδε ένα ξεχασμένο πορτοφόλι. Αμέσως θυμήθηκε το γράμμα στον Άη Βασίλη. Το σήκωσε. Το πορτοφόλι ήταν πράγματι χοντρό, αλλά κατασκευασμένο από παχύ, χοντρό δέρμα. Δεν ήταν γεμάτο λεφτά όπως θα ήθελε. Όχι, όχι, λάθος. Υπήρχε κάτι μέσα. Δεν ήταν εντελώς άδειο. Μια κάρτα. Η κάρτα διαφήμιζε ένα γυμναστήριο και είχε για φωτογραφία ένα λεπτό, αδύνατο σώμα.